«Όταν ζεις μια ταινία του Μπέλα Ταρ, είτε επιβιώνεις είτε όχι. Δεν έχεις άλλη επιλογή», όπως είπε και η φίλη Αθηνά Τσαγγάρη. Προσωπικά, πνίγηκα στα κρύα ασπρόμαυρα νερά της Βαλτικής - έστω κι αν η αρχική, τουλάχιστον 30λεπτη σεκάνς του Ούγγρου Μπέλα Ταρ (δεν χρονομετρούσα κιόλας), γυρίστηκε στην Κορσική. Μπροστά στο σινεμά του, ο Λιντς φαίνεται απόλυτα κατανοητός, ο Λεός Καράξ Δαλιανίδης, και ο μαθητής και πιστός οπαδός του, ο Γκας Βαν Σαντ, αμερικανάκι.

Η μεγαλύτερή μου ένσταση σε αυτή την αόριστη διασκευή ενός παλιού μυθιστορήματος του Ζορζ Σιμενόν είναι η υπόθεση και η αλαζονική έλλειψη χρήσης και χρησιμότητάς της. Ο Ταρ είναι γνωστός για τις εικαστικές του συνθέσεις που προσκαλούν σε μια αποδέσμευση από τα σεναριακά δεκανίκια των διαλόγων και των τετριμμένων εξισώσεων του δράματος, της πολυλογίας, της υπόθεσης, της ανάγκης για νατουραλισμό, συναίσθημα, πλοκή και καθορισμένα βήματα που οδηγούν σε μια λίγο πολύ αναμενόμενη λύση. Εδώ την πατάει μεγαλειωδώς γιατί χρησιμοποιεί μια ιδέα πλοκής σαν πρόσχημα και τη συνθλίβει με αινιγματικά κενά (κοινώς τρύπες) σε ό,τι αφορά τον κεντρικό χαρακτήρα, τον Μαλόιν, με κακό ντουμπλάρισμα στα ουγγρικά της Τίλντα Σουίντον (για ποιο λόγο να την προσλάβει αν δεν τη χρησιμοποιούσε βουβή ή να την αφήσει να ακουστεί και να εκφραστεί;), και κυρίως με το λάθος να βάλει εμάς να αναλύουμε με κανονικούς όρους την ταινία του, ενώ κατά βάθος δεν θα ήθελε να ανακατευθεί με κανονικότητες. Σχεδιασμός ήχου και στιλπνότητα εικόνας που οδηγούν σε παρατεταμένη δυσφορία εγκαθίστανται από την αρχή αλλά εξατμίζονται μόλις ο Μαλόιν προσπαθεί να μας εισάγει στη μίζερη ζωή του και στο τι θα κάνει με τα χρήματα που συνέλλεξε και στέγνωσε από την απέραντη μαύρη θάλασσα.

Όντως ο Ταρ είναι με το καλημέρα από τις περιπτώσεις δημιουργών που προκαλούν αφόρητα χασμουρητά ή άμετρο θαυμασμό. Εδώ βοηθάει την πρώτη κατηγορία.