Ως πλήρης αντίθεση προς την επιθετική, σαρωτική, σφαγιαστική απόβαση στη Νορμανδία στη «Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν» που σε αρπάζει στον ύπνο, η «Δουνκέρκη» ξεκινά με την εκκένωση μιας εξίσου αχανούς παραλίας από τους στρατιώτες, νεότατους στην πλειονότητά τους άνδρες, κυριευμένους από φόβο, στοιβαγμένους στο κρύο και τον άνεμο, παγωμένους και ακίνητους, περιμένοντας το σύνθημα ή ένα θαύμα για τη διάσωσή τους. Ο Κρίστοφερ Νόλαν δεν χάνει χρόνο στο να εγκαταστήσει μια πηχτή ατμόσφαιρα κινδύνου και απειλής, με τα παιδαρέλια να μυρίζουν το μπαρούτι και να τρέμουν από τον φόβο. Εκτεθειμένοι στα τρία στοιχεία της φύσης, δίνουν το έναυσμα για μια τριπλή αφήγηση ή, καλύτερα, δομική κατασκευή ‒ αναπόσπαστο όπλο του Νόλαν σε κάθε ταινία του. Από ξηράς, από θαλάσσης και από αέρος, τα αντίστοιχα υποκεφάλαια μπλέκουν σε διαφορετικές χρονικές ταχύτητες, καθώς η μονομαχία ενός πιλότου της Λουφτβάφε (του οποίου δεν βλέπουμε ποτέ το πρόσωπο) με έναν πιλότο της Ραφ, τον Τομ Χάρντι, κρατάει λιγότερο από την κινητοποίηση των πολιτικών πλοιαρίων για τη συνδρομή στη διάσωση, που με τη σειρά της διαρκεί λιγότερο από την αργή και προβληματική μετάβαση των Βρετανών, Γάλλων και Βέλγων στρατιωτών στα πολεμικά πλοία, που πλήττονται από τορπίλες και βόμβες.

 

Ο Βρετανός σκηνοθέτης χωράει πολλά πρόσωπα που βγάζουν νόημα, άσχετα από το ποια διαθέτουν όνομα ή διατηρούν ελπίδες επιβίωσης μέχρι το τέλος, και αναδεικνύει τη σημασία μιας κρίσιμης στιγμής του πολέμου στο ξεκίνημά του

 

Τα πάντα είναι θέμα χρόνου και το θέμα του χρόνου (κλασικά) απασχολεί τον Νόλαν, και δεν είναι ο μόνος λογιστικός και ποσοτικός μπελάς που ξεπερνά αριστοτεχνικά. Εκτός από τη διάταξη κορμιών στην ύπαιθρο και σε περιορισμένους χώρους, την τοποθέτηση βαρέων βαρών Imax cameras όπου μπορεί κανείς να φανταστεί και τη διαίρεση της δράσης σε τρία ανισομερή εδάφια που διασταυρώνονται με έναν τρόπο που δεν κολακεύει τον οκνηρό θεατή (δηλαδή τον τεμπέλη που θέλει την επεξήγηση σερβιρισμένη στο στόμα), ο Βρετανός σκηνοθέτης χωράει πολλά πρόσωπα που βγάζουν νόημα, άσχετα από το ποια διαθέτουν όνομα ή διατηρούν ελπίδες επιβίωσης μέχρι το τέλος, και αναδεικνύει τη σημασία μιας κρίσιμης στιγμής του πολέμου στο ξεκίνημά του, το 1940, όταν οι Αμερικανοί δεν είχαν μπει στη μάχη και οι Γερμανοί σφυροκοπούσαν με τη σιγουριά του κατακτητή. Παρά τη φήμη του, το πετυχαίνει μόλις σε 108, ως επί το πλείστον, οδυνηρά λεπτά, από ένα σενάριο 78 σελίδων, το μισό από το συνηθισμένο της φιλμογραφίας του.


Η «Δουνκέρκη», που κινηματογραφικά ατύχησε το 1958 σε μια απλώς αξιοπρεπή βρετανική παραγωγή, και πολύ αργότερα συνοψίστηκε ως συνώνυμη του χάους και της παράνοιας σε μια σκηνή-κομψοτέχνημα, με συνεχές πλάνο 360 μοιρών, με τον Τζέιμς Μακαβόι από τον Τζο Ράιτ στην «Εξιλέωση». Η ιστορία της Δουνκέρκης ήταν μια πύρρειος «νίκη», ένα προκαθορισμένα χαμένο παιχνίδι για τους συμμάχους, που ωστόσο αναπτέρωσε το ηθικό για τη συνέχεια, λόγω της ενεργής και απρόσμενης εμπλοκής των πολιτών. Αυτή την ψυχική κινητοποίηση, τη χείρα βοηθείας ως αντίδοτο στον φόβο, ο Νόλαν την κατανόησε και την απογείωσε στην ταινία με όλες τις σκηνές του Μαρκ Ράιλανς στο ιδιωτικό του πλοιάριο, που με τον γιο του και ένα ακόμη νέο παιδί σώζουν έναν σοκαρισμένο στρατιώτη και προστρέχουν στις δυσκολίες επιβίβασης στα σκάφη του ναυτικού που είχαν καθυστερήσει να φτάσουν.

 

Στο ντεμπούτο του, ο Φιν Γουάιτχεντ είναι καταπληκτικός, χωρίς να προσπαθεί να εντυπωσιάσει

 

Στο μεταξύ, οι εναέριες καταδιώξεις είναι ένα τεστ για τις αισθήσεις και τα νεύρα και ομολογώ πως στην τεράστια λονδρέζικη αίθουσα όπου είδα τη γυρισμένη σε φιλμ 65mm παραγωγή μεταφέρθηκα με τη βία εκεί και κοιτούσα πώς να ξεφύγω. Αλλά η κύρια περιπέτεια του νεαρού Τόμι με τον τίτλο Mole (πολύ έξυπνα μεταφράζεται και ως προβλήτα αλλά και ως σπιούνος ή παρείσακτος ή τυφλοπόντικας, ακριβώς γιατί τρυπώνει στο πλοίο μεταφοράς, παριστάνοντας τον τραυματιοφορέα) στηρίζει περίφημα το φιλόδοξο κινηματογραφικό δημιούργημα, με ανατροπές στο προσδόκιμο ζωής καθενός από τους αναλώσιμους κομπάρσους του πολέμου, καθώς και κλειστοφοβία τόσο ρεαλιστική, που κόβεται με το μαχαίρι. Στο ντεμπούτο του, ο Φιν Γουάιτχεντ είναι καταπληκτικός, χωρίς να προσπαθεί να εντυπωσιάσει.
Άρχων του μαξιμαλισμού, ο Νόλαν της «Δουνκέρκης» διακρίνεται για τις σοφές παραλείψεις του: δεν μπλέκει με τις πολιτικές αποφάσεις, τον «αρχικαπετάνιο» Τσόρτσιλ και τις αλλεπάλληλες συσκέψεις. Δεν δείχνει το πρόσωπο και την πρόθεση του εχθρού ‒ άλλωστε το πρώτο δεν ενδιαφέρει ουσιαστικά, όπως και στο «Hurt Locker» της Κάθριν Μπίγκελοου με τους θολούς στόχους, και η πρόθεση είναι τόσο γνωστή, που οι διάλογοι θα ήταν περιττοί. Δεν κάνει τον έξυπνο παραπάνω απ' ό,τι πρέπει και δεν αστοχεί στο συναίσθημα. Όντως, η ταινία δεν παύει να φαντάζει σαν μια σαφώς πιο αφομοιωμένη στο περιεχόμενό της κατασκευή, και μάλιστα δηλώνεται από την αρχή ως τέτοια, με τα τρία κεφάλαια και το παιχνίδι με τον χρόνο. Αν, ωστόσο, το concept αποτελεί εγγενές ιδίωμα (ελάττωμα ή προτέρημα, ανάλογα με το γούστο του καθενός) του Νόλαν, εδώ λειτουργεί πιο αόρατα και υπηρετεί πλήρως τον σκοπό του, χωρίς εκκρεμότητα και ξέφτισμα. Ως πολεμικό δράμα, η «Δουνκέρκη» δεν μοιάζει με καμία άλλη ταινία, ενώ σίγουρα δανείζεται από πολλές, εντός και εκτός είδους ‒ ανάμεσα στις ταινίες που έδειξε ο Νόλαν στους συνεργάτες του, στο στάδιο της προετοιμασίας, ήταν το «Speed» και το πρώτο «Alien»! Η κλίμακα και οι λεπτομέρειες είναι απίστευτες και το μέγεθος δεν καταπίνει ποτέ την οικειότητα, τον ιδρώτα και την ανάσα.

 

Όταν έρθει η ώρα των βραβείων, σε επίπεδο υποψηφιοτήτων τουλάχιστον, δεν γίνεται να αγνοηθεί η καθηλωτική, καθόλου φιλτραρισμένη και ωραιοποιημένη φωτογραφία του Χόιτε βαν Χόιτεμα, η πεντατονική, άλλοτε πομπώδης και άλλοτε «ωρολογιακή» μουσική του Χανς Ζίμερ, η καλλιτεχνική διεύθυνση, οι περιφερειακές ερμηνείες και βέβαια η σκηνοθεσία του Κρίστοφερ Νόλαν, ο οποίος δεν έχει ποτέ τιμηθεί, παρά την τεράστια επιτυχία του με ταινίες που δίνουν καλό όνομα στην κινηματογραφική ψυχαγωγία. Η «Δουνκέρκη» είναι η καλύτερη ταινία του και το πρώτο του αριστούργημα.