Δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια πήρε στον Αυστραλό Άνταμ Έλιοτ να ετοιμάσει τον μεγάλου μήκους διάδοχο του εκλεκτoύ Mary and Max, όχι λόγω writer’s block αλλά επειδή πρόκειται για ανεξάρτητο δημιουργό, δίχως μεγάλο στούντιο από πίσω του και δραστηριοποιούμενο στο είδος του claymation. Ως υπέρμαχος της χειροποίητης κατασκευής από πλαστελίνη, ο Έλιοτ επιθυμεί το σύνολο του έργου να «γυρίζεται» on camera, δίχως ψηφιακή βοήθεια και μεταγενέστερη επεξεργασία. Kι επειδή δεν έχει στη διάθεσή του μεγάλο προϋπολογισμό και υπεράριθμο εργατικό προσωπικό, η διαδικασία απαιτεί πολλαπλάσιο χρόνο και κόπο. 

 

Πιστό στην (αυστηρά) ενήλικη ψυχαγωγία που ο Έλιοτ υποστηρίζει με τις δουλειές του μέχρι σήμερα, το Memoir of a snail ξεκινά με τον θάνατο της καλύτερης φίλης της Γκρέις, της κεντρικής ηρωίδας. Ο χαμός αυτός πυροδοτεί την εξιστόρηση της ιστορίας της στο αγαπημένο της κατοικίδιο – ένα σαλιγκάρι, αλλά όχι αυτό του τίτλου. Μέσα από τη voice-over αφήγηση της Σάρα Σνουκ («Succession»), που θα έπρεπε να αφηγείται τα μισά audioboooks του ντουνιά, πληροφορούμαστε για τα ατυχή γεγονότα που συνθέτουν τη ζωή της Γκρέις μέχρι εκείνο το σημείο. Ταυτόχρονα, παρελαύνουν επί της οθόνης ασταμάτητα ευρήματα και υπέροχες κατασκευές. Κάθε κάδρο της ταινίας είναι γεμάτο με πολλά, διαφορετικά μεταξύ τους props, καμωμένα με φαντασία και εξονυχιστική λεπτομέρεια. Δεδομένα, στη μεταγενέστερη καριέρα της ταινίας στο σπίτι το δάχτυλό μας θα βρίσκεται διαρκώς στο pause, ώστε να μπορέσουμε να τα θαυμάσουμε ένα προς ένα. Αυτό, όμως, μπορεί να συμβεί μόνο σε επαναληπτικές προβολές, όταν η αντίδρασή μας στα δρώμενα είναι «εκπαιδευμένη»· γιατί στην πρώτη προβολή η αφήγηση μάς γραπώνει από τον γιακά· γιατί πηγή έμπνευσης είναι η διαχρονική ντικενσιανή συνταγή που θέλει το (όποιο) happy end να αποκτάται δύσκολα, μέσα από μια επίπονη διαδικασία τόσο για τους ήρωες όσο και για τον θεατή· γιατί ο Έλιοτ σκαρώνει δραματουργία μεγάλης συγκινησιακής φόρτισης και έντονης δακρυγόνου λειτουργίας – στην προβολή της ταινίας στο περασμένο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, στο φινάλε άκουγες αναφιλητά παντού μέσα στην αίθουσα και όταν άναψαν τα φώτα έβλεπες γύρω σου νοτισμένα, χαμογελαστά πρόσωπα. Και, τέλος, γιατί καταθέτει μια ιστορία απολύτως απαραίτητη σε μια εποχή που, κατά την (επί της αρχής, ευεργετική) προσπάθεια απενοχοποίησης της αυτολύπησης, κάπως περάσαμε στο άλλο άκρο και λογαριάσαμε την τελευταία ως συγχωροχάρτι για πλήρη απόσυρση στο «κέλυφός» μας, αν όχι ως πανάκεια.  

 

Και κάπως έτσι, συνδυάζοντας το τερπνόν μετά του ωφελίμου, ο Αυστραλός δημιουργός παραδίδει μια θαυμάσια ταινία, καθιερώνεται ως ένας από τους κορυφαίους δημιουργούς του ενήλικου animation και μας θυμίζει την καθαρτική εμπειρία της ολοκληρωτικής παράδοσης σε ασταμάτητα δάκρυα μέσα σε μια σκοτεινή αίθουσα.