Όπως μια ολόκληρη γενιά λευκών συγγραφέων, από τον Φιτζέραλντ ως τον Ντος Πάσος, προσπάθησε να κατακτήσει τον Όλυμπο της λογοτεχνίας στην απόπειρά τους να φιλοτεχνήσουν το περίφημο Great American Novel, αντίστοιχα η νεότερη φουρνιά Aφροαμερικανών σκηνοθετών καταπιάνεται με ταινίες που μοιάζουν περισσότερο με συνθέσεις ειδών και ιδεών. Ο Μπάρι Τζένκινς έχει ξεκαθαρίσει πως δεν τον ενδιαφέρει τίποτε άλλο κινηματογραφικά πέρα από το χρονικό της black experience, και στην πράξη δείχνει να το εννοεί σε κάθε του βήμα, ακόμη και με τον Μουφάσα και τα προβλήματά του. Ο Τζόρνταν Πιλ, επίσης, καταγράφει την πολύπαθη κουλτούρα που τον αφορά φυλετικά, με αποκορύφωμα το υπερφιλόδοξο Ούτε καν (Nope), μια φαινομενολογική και μεταφυσική αναδρομή από τον Μούιμπριτζ ως το πολύπλευρο concept του θεάματος με συγκεχυμένα αποτελέσματα. Επρόκειτο για μια χειρονομία προς την έννοια της χαμένης ουτοπίας μιας φυλής ιστορικά εγκλωβισμένης σε έναν τόπο βαθιάς, εχθρικής και φονικής προκατάληψης, όπως και οι δύο υπερηρωικοί Μαύροι Πάνθηρες του Ράιαν Κούγκλερ και κυρίως οι Αμαρτωλοί, η ακροβατική σύνδεση της ρατσιστικής Αμερικής του Τζιμ Κρόου με το σήμερα, με καταλύτη τα blues, με έναν τρόπο που περισσότερο θύμιζε το σινεμά του Μπαζ Λούρμαν παρά το horror που δοκιμάζει και την επιστημονική φαντασία που ήδη γνωρίζει.
Πρωταγωνιστές του στιλπνού έπους που εκτυλίσσεται στον αμερικανικό Νότο της δεκαετίας του ’30 είναι οι δίδυμοι Σμόουκ και Στακ (αμφότερους τους υποδύεται ο αγαπημένος ηθοποιός του «Κουγκ», ο πάντα αξιοθέατος Μάικλ Μπ. Τζόρνταν) που έχουν βγάλει χρήματα από τις βρόμικες δουλειές τους στο Σικάγο της ποτοαπαγόρευσης πλάι στον Αλ Καπόνε, όπως αφήνουν να διαρρεύσει. Δεν σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους, έχουν τον χαριτωμένο και τον σκληρό τρόπο να παίρνουν αυτό που θέλουν και τώρα επιστρέφουν στα λημέρια τους για να αγοράσουν έναν παλιό μύλο από έναν ρατσιστή –τι άλλο;– λευκό ιδιοκτήτη και να τον μετατρέψουν σε στέκι μουσικής, ένα μπλουζάδικο, επικερδή πυρήνα διασκέδασης και συγκέντρωσης για την κοινότητα. Ο Σμόουκ ζητά από τη μητέρα της μικρής κόρης που έχασε τραγικά, η οποία ασχολείται με μαγικά βοτάνια, να μαγειρεύει για το μπλουζάδικο και η νεαρή λευκή ερωμένη του Στακ, την οποία ο ίδιος αποφεύγει για να την προστατεύσει, έρχεται κι αυτή στην κωμόπολη για να του υπενθυμίσει πως έχει αθετήσει τους όρκους αγάπης που της έδωσε – η Χέιλι Στάινφελντ, στον καλύτερό της ρόλο δεκαπέντε χρόνια μετά το True Grit. Η ταινία ξεκινά λίγες ώρες μετά από μια, κατά τα φαινόμενα, πολύ αιματοβαμμένη βραδιά, όταν ο ξάδελφος των δίδυμων αδελφών, ο Σάμι το παπαδοπαίδι (Μάιλς Κέιτον), πηγαίνει στην εκκλησία του πάστορα πατέρα του, ετοιμόρροπος και τραυματισμένος, κρατώντας σφιχτά ό,τι έχει απομείνει από την κιθάρα του, αδυνατώντας να συνδεθεί με τον λόγο του Θεού και να μετανοήσει για τις αμαρτίες του. Το πάρτι έχει χαλάσει μια παρέα από βαμπίρ, αν και η κατάσταση είναι πολύ πιο περίπλοκη από μια καθαρή συνθήκη ψυχαγωγικής φρίκης, όπως ας πούμε στην περίπτωση του From dusk till dawn. Η αμαρτία, στην οποία συνοψίζονται επιγραμματικά το σεξ, η μουσική και η νυχτερινή διασκέδαση, αντιδιαστέλλεται μεταφορικά με την απόλυτη ηθική απανθρωπιά της λευκής υπεροχής: μπροστά στα τέρατα του ρατσισμού, που δεν θεωρούν ότι η εποχή της δουλείας έχει παρέλθει, τα υπόλοιπα μοιάζουν με πταίσματα πολυτελείας, ακόμα λιγότερο με σοβαρά αμαρτήματα. Μέσα σε όλα, και μετά από ένα ενδιαφέρον, όσο και παρακινδυνευμένο άλμα στην τρέχουσα μουσική, ο Κούγκλερ επιχειρεί να μπολιάσει, περίπου μετά το μέσον της ταινίας, την πλοκή με βαμπιρικό horror που δίνει μεν ενέργεια, δράση και λίγα scares, αλλά βασικά δεν λειτουργεί πειστικά. Ο Αμερικανός σκηνοθέτης φαίνεται να εμπνεύστηκε τον σκελετό από την ανάγκη του να αφηγηθεί μια ιστορία των blues σε παράλληλα επίπεδα, εξού και η αιθέρια, σαν coda παρουσία του 89χρονου, θρυλικού κιθαρίστα και τραγουδιστή Μπάντι Γκάι, αλλά, αν εξαιρεθεί το διπλό προσωπικό δράμα των Σμόουκ/Στακ, τα επιμέρους στοιχεία εκκρεμούν σαν μπάλες στον αέρα ενός σοβαρού show με έντονη σωματικότητα, αποσπασματική πνευματικότητα, μερικές συναρπαστικές στιγμές και ένα γλυκόπικρο φινάλε που συνεχίζει με δυο σκηνές μετά τους πρώτους τίτλους τέλους.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0