Η κινηματογραφική ιστορία ενός άνδρα κοινωνικά απροσάρμοστου, φαινομενικά συνεσταλμένου, φορτισμένου με βίαια ένστικτα, τα οποία εκδηλώνονται όταν δεν λαμβάνει το μερίδιο από την πίτα του αμερικανικού ονείρου που του έταξαν, έχει τις καταβολές της στον Ταξιτζή του Σκορσέζε και του Σρέιντερ, τον οποίο o Eλάιτζα Μπάιναμ κοπιάρει ξεδιάντροπα. Δεν περιορίζεται στη δομή και στα μοτίβα, δανείζεται απευθείας σκηνές και στιγμιότυπα, από το αμήχανο ραντεβού ως τις επιστολές του ήρωα στο είδωλό του –αντί ημερολογίου– και από τους «πυροβολισμούς» με τον δείκτη και τον αντίχειρα ως τη φαντασιωτική κορύφωση. 

 

Και ο Μπάιναμ δεν σταματά εκεί. Το περιπαικτικό, ματωμένο χαμόγελο του Fight Club, η αλά Scarface «say goodnight to the bag guy» σκηνή στο diner, η ένοπλη απειλή και ο χορός με το εσώρουχο του Boogie Nights – αμέτρητα τα παραδείγματα. Το Magazine dreams είναι μια ολοκληρωτικά ετερόφωτη ταινία, ένα φιλμικό κολάζ, καμωμένο από τμήματα παλαιότερων (και καλύτερων) δημιουργιών σε βαθμό που αναρωτιέσαι κατά πόσο πρόκειται για συνειδητή και στοχευμένη δημιουργική επιλογή. Ούτε ταραντινική αυτοεπίγνωση, ούτε ντεπαλμικό φόρο τιμής, ούτε διακειμενική πρόθεση μπορέσαμε να διαγνώσουμε σε μια ταινία αβάσταχτα σοβαροφανή, βουτηγμένη σε έναν θρηνητικό τόνο από την αρχή ως το τέλος – μια στάση μάλλον προβληματική, σε συνάρτηση με τη φύση του κεντρικού χαρακτήρα. 

 

Με τα πένθιμα έγχορδα να ζητούν κατανόηση, τα έργα να προκαλούν αποστροφή και τις κακουχίες να σωρεύονται με συχνότητα Αριάγκα - Ινιάριτου, το βάρος πέφτει στις ηράκλειες πλάτες του (καταδικασμένου για επίθεση και σωματική βλάβη σε βάρος της τότε συντρόφου του και δεδηλωμένα αμετανόητου) Τζόναθαν Μέιτζορς, σε μια ερμηνεία αδιαμφισβήτητα προσηλωμένη, μα έκδηλα αυτάρεσκη και μαξιμαλιστική. Θυμηθείτε με ποιον τρόπο είχε ενσωματώσει ο Τομ Χάρντι την ενέργεια ενός (σχετικά) παρεμφερούς χαρακτήρα στο Warrior, πώς κύρτωνε τους ώμους και πώς το βλέμμα δεν αντάμωνε ποτέ αυτό του συνομιλητή του, δίχως όμως να βολτάρει επιδεικτικά στο σύνολο του υπόλοιπου δωματίου ώστε να πιάσουμε το νόημα, και κάντε τις συγκρίσεις – και σκεφτείτε ότι μιλάμε για τον Χάρντι, έναν ηθοποιό που ελάχιστη σχέση έχει με την υποδήλωση. 

 

Υπάρχει, ασφαλώς, μια συνέπεια στην εξυπηρέτηση του ζοφερού οράματος, εκτιμάται η επιλογή να μη συνοδευτεί η δυσφορία από προσφυγή σε προβοκατόρικη εικονογραφία κατά την τρίτη πράξη, καταγράφεται και μια πραγματικά καλή ερμηνεία, που υπονομεύεται από το μέγεθος του ρόλου, εκείνη της Χέιλι Μπένετ, μα το αποτέλεσμα τελεί σε πλήρη αντιστοιχία με τον κεντρικό χαρακτήρα. Προσπαθεί, διατείνεται πως δικαιούται περισσότερα, μα δεν διαθέτει το (δικό του) χάρισμα για να τα αποκτήσει, βάζει διαρκώς τρικλοποδιές στον εαυτό του κι αφήνει μια ιδιαίτερα δυσάρεστη αίσθηση στον χρόνο που περνάς μαζί του.