ADVERTORIAL
Η πολυβραβευμένη ταινία του Βασίλη Μαζωμένου, που αν και έκανε πανελλαδική πρεμιέρα το 2019, δεν προβλήθηκε στις αίθουσες, αφού λίγο μετά προέκυψε η πανδημία και οι κινηματογράφοι παρέμειναν κλειστοί για μεγάλο χρονικό διάστημα, διένυσε στη συνέχεια μια πετυχημένη πορεία σε διεθνή φεστιβάλ αποκομίζοντας 7 βραβεία και 11 υποψηφιότητες. Παράλληλα, η ταινία είναι αυτή τη στιγμή διαθέσιμη για το διεθνές κοινό σε διάφορες πλατφόρμες στο εξωτερικό, όπως στο βρετανικό Amazon Prime, το Cinesquare στα Βαλκάνια, το Outbuster στη Γαλλία και το Vimeo σε ΗΠΑ και Καναδά, όπου και διανέμεται σε blu-ray και DVD από την Darkside Release.
Ξεχωρίσαμε δυο κριτικές προσεγγίσεις για την ταινία, από τις πολλές που αλιεύσαμε από το διεθνή τύπο. Η μια από τον Καναδά, του Élie Castiel και η άλλη από τη Βραζιλία, από τη Cecilia Barroso.
Ακολουθούν αποσπάσματα:
EXILE
Νιώθοντας ξένος στην ίδια του τη χώρα, ο Άρης, ένας Έλληνας, παλεύει να επιβιώσει ως άτομο και ως πολίτης.
Από τον Élie Castiel
★★★ ½
«Εδώ ο Βασίλης Μαζωμένος, παίζοντας κρυφτό με τον θεατή του, τον οδηγεί σε αλλόκοτους κόσμους που συχνά φλερτάρουν με το γκροτέσκο, ή άλλοτε με το δραματικό, το σοβαρό, το ακατανόητο, στο οποίο προστίθενται περίτεχνες δόσεις ευπρόσδεκτου χιούμορ.
Ο ομοερωτισμός είναι πολύ παρών: μια από τις σκηνές παρουσιάζει τον σύγχρονο αντιήρωα (ένα χαρακτήρα συγγενή στον αρχαίο Σπαρτιάτη στρατιώτη ή τον Ροβινσώνα Κρούσο του Ιουλίου Βερν), που μας γυρίζει την πλάτη, γυμνός. Πρόκειται για ένα είδος μνείας στα ελληνιστικά αγάλματα, που ο ηθοποιός Στέφανος Κακαβούλης ερμηνεύει με τη μέγιστη επιμέλεια. Είναι εξάλλου προς αυτό το πνεύμα επιστροφής σε μια ελεγειακή εποχή που ο σκηνοθέτης μοιάζει να κατευθύνεται σε αυτό το φιλμ, μιλώντας για τη φυσική και εσωτερική εξορία. Και η σκηνοθεσία το τονίζει αυτό.
Λουσμένη από το φως της ημέρας, η ταινία κυριαρχείται από έναν δυνατό ήλιο που διεισδύει στα πιο μύχια σημεία με τρόπο που το φως να μην αφήνει τίποτα κρυφό, τίποτα στην τύχη.
Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ο Μαζωμένος διεκδικεί, ότι αξιώνει από την Ιστορία του την αναδιαχείριση της αρχαιότητας σε έναν αγώνα ενάντια στη μάλλον χαοτική πολιτική της σύγχρονης εποχής και ίσως -τονίζω- σε σχέση με μια χριστιανική ορθοδοξία που άλλαξε κάθε τι στο όνομα ενός αυταρχικού μονοθεϊσμού.
Αν το Lines (σ.σ. η ακριβώς προηγούμενη ταινία του σκηνοθέτη) διαχωρίζονταν σε επτά πίνακες ίσης περίπου χρονικής διάρκειας, το Exile ακολουθεί τη διαδρομή ενός ανθρώπου μέσα από τις διαφορετικές φάσεις της περιπέτειάς του σε ανεύρεση της ταυτότητάς του.
Το μεγαλύτερο κομμάτι της ταινίας είναι στα αγγλικά, με διαλόγους στα αραβικά (φάρσι) και με μερικές φράσεις στα ελληνικά. Οι… νεοαφιχθέντες κουβαλούν μαζί τους στοιχεία από πολιτιστικές εκδηλώσεις και έθιμα (χωρίς να ξεχνάμε και τις θρησκείες). Προσαρμόστηκαν άραγε σε αυτή την Ελλάδα, την ανίκανη να τους απορροφήσει, δεδομένης της κρίσης; Αυτό δεν είναι πολύ ξεκάθαρο στο Exile, όπου ο σκηνοθέτης προτιμά να μιλά αόριστα πάνω στο ερώτημα. Σημαίνει ίσως ότι προτιμά να είναι πιο καθησυχαστικός, πιο συνετός; Ή ότι απλά δεν προχωρά σε διαπιστώσεις;
Για μια ακόμη φορά, όπως είχαμε διατυπώσει και στην κριτική του Lines, ο Βασίλης Μαζωμένος μάχεται εκ των έσω, και με εφαλτήριο τις ταινίες του δίνεται με όλο του το είναι σε έναν κινηματογραφικό αγώνα που δεν είναι mainstream, και όπου η μεταφορά συνεπαίρνει, αλλά ακόμα και αποπροσανατολίζει τον θεατή.
Έξ’ ου και η εσκεμμένα κραυγαλέα καθοδήγηση των ηθοποιών. O αυτοσχεδιασμός είναι συχνός, σαν να επρόκειτο για θεατρικό χάπενινγκ μιας παραληρηματικής ομάδας. Παραλήρημα της σκηνής (εδώ, των χώρων), των δυνατοτήτων που δίνει στους ηθοποιούς, υπερβάσεις στην κίνηση, αχαλίνωτη σεξουαλικότητα (έστω κι αν, στο σημείο αυτό, άλλες εθνικές κινηματογραφίες προχωρούν λίγο παραπέρα) και κυρίως μια ώριμη ελευθερία».
Exílio
Από τη Cecilia Barroso
«Είναι πολύ ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε πώς οι τρέχουσες ελληνικές αφηγήσεις, όσο "μολυσμένες" κι αν είναι από πολλές σύγχρονες επιρροές, επιστρέφουν κάπως στην κλασική μυθολογία. Σαν αυτό το στοιχείο να βρίσκεται στο εσωτερικό τους με τρόπο που να μην επιτρέπει τη διαφυγή. Η Εξορία είναι μια ταινία μεγάλου μήκους που εντάσσεται εξολοκλήρου σε αυτήν τη μυθολογία, αν και έχει αναδιαμορφωθεί και επικαιροποιηθεί. Ο ελληνικός κινηματογράφος, μετά το νέο Weird Wave, δέχεται πολλή κριτική, πρώτα για τη στενή του σχέση με την κρίση -κάτι που δεν καταλαβαίνω ακριβώς γιατί ενοχλεί τους κριτικούς- και έπειτα για αυτή τη χρήση της μυθολογίας και της τραγωδίας με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο.
Η δυσφορία που προκαλεί αυτή η νέα κινηματογραφία μπορεί να κινείται στα όρια της κατάχρησης, όμως η επανανοηματοδότηση των μύθων και η επεξεργασία της πλοκής έχουν πολλά να πουν. Η ταινία του Βασίλη Μαζωμένου δεν αρνείται την εθνικότητα ή την καταγωγή. Σε ένα μεγάλο σε διάρκεια εισαγωγικό πλάνο-σκηνή, βλέπουμε έναν άντρα να ναυαγεί και την προσπάθειά του να σωθεί. Η αίσθηση μιας ανθρωπότητας χωρίς προσανατολισμό και η κρίση, είναι επομένως παρούσες ήδη σε αυτές τις πρώτες στιγμές της ταινίας. Και ιδού, εμφανίζεται ο Χάροντας, ή μάλλον η άλλη του εκδοχή, ο βαρκάρης του Άδη που παίρνει τις ψυχές μαζί του στην κόλαση.
Η κόλαση για αυτόν τον άνθρωπο είναι η επιστροφή στο μέρος από το οποίο προσπάθησε να ξεφύγει, την πατρίδα του. Στα σταθερά και μεγάλης διάρκειας μονοπλάνα, η Εξορία καταγράφει αυτήν την επιστροφή, σχολιάζοντας ειρωνικά την εξορία του ατόμου στην ίδια του τη χώρα. Η ξενοφοβία και ο ταξισμός της οποίας ανοίγουν το πεδίο για άλλες καταδικαστέες εκφράσεις αυτού που αποκαλούμε "προηγμένο πολιτισμό". Ο Άρης βιώνει κάθε είδους από εκείνους που τον πλησιάζουν. Ταπεινώνεται, μειώνεται ως ύπαρξη, παρενοχλείται. Όπως ο Άρης στην Ιλιάδα, κτυπάει από τη μία πλευρά στην άλλη, προσπαθώντας να βρει ένα μέρος για να αμυνθεί.
Ο Μαζωμένος είναι λάτρης των περίτεχνων εικόνων και, παρέα με τον φωτογράφο Φώτη Μήτση, επιλέγει σταθερές λήψεις, με μεγάλη προσοχή στο βάθος πεδίου. Υπάρχουν εικόνες που μοιάζουν με πίνακες, όπως όταν ο Άρης επιστρέφει στο νησί.
Η Εξορία χρησιμοποιεί διάφορες αναφορές για να περιγράψει την Ελλάδα σήμερα. Από τον Χομεϊνί στον τοίχο μέχρι τον ελληνικό αγώνα για ελευθερία, περιπλανιέται σε διάφορους τόπους και κοινωνικές θέσεις. Ανάμεσα στα εντυπωσιακότερα στοιχεία της, το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος της είναι στα αγγλικά, καταδεικνύοντας την απώλεια της ταυτότητας στο σύνολό της, όπως ακριβώς το τραγούδι του ναζιστικού ύμνου -ή μάλλον οι απαγορευμένοι στίχοι του γερμανικού ύμνου- καταδεικνύει μια παγκόσμια τάση επιστροφής στη μισαλλοδοξία, ιδίως ανάμεσα στους νέους.
Και μετά είναι η Liza Minnelli, με το "Money makes the world go round", και η διαστρέβλωση του Αισώπου από τα νέα παραμύθια, από τον Perrault μέχρι την ίδια την Disney, υπό τον ήχο μιας παιδικής εκδοχής του "Once Upon a Dream", του θέματος της Σταχτοπούτας, σε ένα ερωτικό θέατρο του παραλόγου. Όλες οι αναφορές είναι πολύ συνεπείς με όλα όσα θέλει να συζητήσει η ταινία.
Σε ό,τι αφορά τη φόρμα, η αφομοίωση των αναφορών γίνεται λίγο πιο παραδοσιακά. Όπως σε μια τραγωδία, η ιστορία του Άρη χωρίζεται σε πράξεις, με τις μεταβάσεις να χαρακτηρίζονται από αργή κίνηση και ένα μπλε φίλτρο.
Υπάρχει υπερβολή και υπάρχουν ολισθήματα, ναι, αλλά είναι ένα περίεργο ταξίδι η προσπάθεια για απεικόνιση του κόσμου μέσα από παλιούς ορισμούς και το διαρκές παιχνίδι με αυτούς, βρίσκοντας νέες έννοιες και συνδέσεις. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης εκθέτει τη μόλυνσή του, σύμφωνα με την οποία όλα είναι προϊόντα της κοινωνίας, με τη χρήση του σαρκασμού και της ειρωνείας σε αμφισβητήσιμες επιλογές που όμως είναι σκόπιμα παρούσες. Είναι σαν τον μουγκό και βουβό Βιργίλιο σας ή τον καπιταλιστή Τανάτο σας. Τελικά, η Εξορία είναι μια εμπειρία νοήματος, μορφής και ύφους και αξίζει να τη γνωρίσετε. Μια μεγάλη στιγμή!».
Σημείωμα Σκηνοθέτη:
Η «Εξορία» είναι το ταξίδι ενός ανθρώπου, ως ξένος, στη χώρα του. Η ιστορία χωρίζεται σε επεισόδια, όπως στα όνειρα ή στους εφιάλτες. Και διαβάζεται επίσης ανάποδα, υπό την έννοια ότι στο ταξίδι του ήρωα η αρχή και το τέλος έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά. Ο τίτλος αναφέρεται στην απώλεια του εαυτού και στην πλήρη αποξένωση, αφού ο ήρωας βιώνει στη χώρα του μια λαθραία ζωή. – Βασίλης Μαζωμένος
Film credits/ Info:
Σενάριο, Σκηνοθεσία, Παραγωγή: Βασίλης Μαζωμένος
Συμπαραγωγοί: Βασίλης Αλατάς, Βασίλης Κωνσταντιλιέρης
Εκτελεστής παραγωγός: Λάμπρος Γεωργόπουλος
Διευθυντής Φωτογραφίας: Φώτης Μήτσης
Μοντέρ: Κώστας Τατάρογλου
Μουσική: DNA
Ηχολήπτης: Αντώνης Σαμαράς
Σχεδιαστής ήχων: Κώστας Χρυσόγελος
Σκηνογράφος: Δήμητρα Παναγιωτοπούλου
Ενδυματολόγος: Μάγδα Καλορίτη
Ηθοποιοί:
Στέφανος Κακαβούλης
Δημήτρης Σιγανός
Αγγελική Καρυστινού, Κατερίνα Τσάση
Πάνος Μπόρας, Φάνης Μιλλεούνης
Πάνος Ζουρνατζίδης, Αλέξιος Κοτσώρης
Δημήτρης Φουρλής, Χρήστος Ζαχάρωφ
Κωστής Σαββιδάκης
Νίκος Παντελίδης, Αγγελική Μπίνη
Χαρά Κονταξάκη
Αλεξία Μπογδάνου, Νίκος Σεβαστόπουλος
Γεωργία Μαυροϊδοπούλου
Η «ΕΞΟΡΙΑ» θα προβάλλεται από την Πέμπτη 16/3 αποκλειστικά στον κινηματογράφο STUDIO New Star Art Cinema.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0