Από τις ταινίες που μπορούν να οδηγήσουν παρέες σινεφίλ σε intellectual πόλεμο, ανάλογα με τη σκοπιά που την βλέπει ο καθένας, το Σινεμά ο Παράδεισος του Τζουζέπε Τορνατόρε παραμένει ως σήμερα μια διαχρονική αλλά και συναρπαστική διελκυστίνδα ανάμεσα στη νοσταλγία και την αναγκαιότητα του να κοιτάς μπροστά.

 

Παράλληλα, είναι ίσως η πιο αντιπροσωπευτική ταινία που έγινε ποτέ με θέμα την επιρροή του ίδιου του μέσου στις μικρές κοινωνίες όλου του κόσμου στον 20ό αιώνα, καθώς ο κινηματογράφος κατάφερε σε πολλές περιπτώσεις να πάρει τη θέση της εκκλησίας ως το κεντρικό σημείο συγκέντρωσης, με την τελευταία να προσωποποιείται από τον παπά του χωριού που βλέπει τον εαυτό του ως υπεύθυνο της διατήρησης των καταπιεστικών ηθών και της παράδοσης που κουβαλά.

 

Το «Σινεμά ο Παράδεισος» του Τζουζέπε Τορνατόρε παραμένει ως σήμερα μια διαχρονική αλλά και συναρπαστική διελκυστίνδα ανάμεσα στη νοσταλγία και την αναγκαιότητα του να κοιτάς μπροστά.

 

Το γλυκόπικρο flashback στα παιδικά χρόνια του τώρα Σαλβατόρε τότε Τότο και το μαγικό καμαράκι του αυστηρού υπεύθυνου προβολών, Αλφρέντο, αποκτά υπόσταση από τις πρώτες εικόνες της ταινίας, όπου ο διάσημος πια Σαλβατόρε μοιάζει κενός λίγο πριν το τηλεφώνημα που θα τον ξαναστείλει μετά από χρόνια στο μέρος που μεγάλωσε.

 

Από εκείνη την ώρα και έπειτα η ταινία μετατρέπεται σε έναν ύμνο για τα χρόνια τα ωραία, τα ανέμελα που έρχεται σε αντιπαραβολή με όσα με σθένος υποστηρίζει ο τυφλός πια Αλφρέντο και ο μόνος που, ειρωνικά, φαίνεται να βλέπει μακριά.

 

Η προστακτική που χρησιμοποιεί προς τον έφηβο πρώην βοηθό του, το «φύγε» ως μοναδική επιλογή είναι η αφύπνιση και προς τον θεατή πως το παιχνίδι με το παρελθόν, που είναι πολύ πιο μεγάλο σήμερα σε σχέση με τα χρόνια που γυρίστηκε η ταινία, είναι επικίνδυνο.

 

Και κάπως έτσι, με τον συναισθηματισμό και το βλέμμα στο μέλλον να συνδυάζονται, το Σινεμά ο Παράδεισος κλείνει μεγαλουργώντας, με το διάσημο μοντάζ των απαγορευμένων φιλιών υπό τους ήχους του Μορικόνε, που γεμίζει πρωταγωνιστή και θεατές με δάκρυα και προτρέπει μέσα από την κάμερα του αλλά και αυτήν των μεγάλων του σινεμά: αγαπήστε, μην ξεχνάτε, προχωρήστε μπροστά.