Είκοσι έξι βασιλικοί θησαυροί, ανάμεσα σε χιλιάδες αρχαία τεχνουργήματα, ετοιμάζονται να επιστρέψουν στη γενέτειρά τους, τη Δημοκρατία του Μπενίν, αυτό που παλιότερα γνωρίζαμε ως Βασίλειο της Δαχομέης. «Είμαι ο αριθμός 26, όχι ο 24, ούτε ο 25», λέει ο Γκέζο, άρχοντας Bo, όπως τον αποκαλούσαν στην εποχή του, την ώρα που οι υπάλληλοι του παρισινού μουσείου Quai Branly τον αποκαθηλώνουν αργά από το περίοπτο βάθρο του, τον τοποθετούν προσεκτικά στο κιβώτιό του, τον πακετάρουν και τον «αποχαιρετούν», πριν από το μακρινό του ταξίδι. Ακούμε τη βραχνή φωνή του, σχεδόν νιώθουμε το τρακ μπροστά στον άγνωστο προορισμό που ωστόσο ανυπομονεί να τον υποδεχθεί με τις τιμές που του αρμόζουν – είναι σαν το παγωμένο αίμα ενός υπερήφανου αγάλματος να ζεσταίνεται στην προοπτική του επαναπατρισμού.

 

Ο Γκέζο είναι ο κεντρικός αφηγητής του πρώτου μισού της νέας σκηνοθετικής απόπειρας, δημιουργικής και πρωτότυπης τεκμηρίωσης αυτήν τη φορά, της Γαλλο-σενεγαλέζας Ματί Ντιόπ, μιας ταινίας προσμονής όπως την αποκαλεί, σχεδόν επιστημονικής φαντασίας στη σύλληψή της, αφού ένα άψυχο αντικείμενο ζωντανεύει ηχητικά, έστω και με την ηλεκτρονικά επεξεργασμένη φωνή του, για να συνοψίσει 130 χρόνια εξορίας, απομόνωσης και αιχμαλωσίας δεκαετιών μετά τη λεηλασία και την παράνομη φυλάκισή του σε ένα κράτος που, ενώ έπαψε να είναι δεσπότης άλλων εθνών, παρέλειψε να διορθώσει έγκαιρα τα ανομήματά του· πάλι καλά, όπως υποστηρίζει η Ντιόπ, η οποία εξεπλάγη που η κίνηση αυτή έγινε τώρα και όχι το 2070, όπως υπολόγιζε. Κι αν στο ντεμπούτο της με το υπέροχο Atlantics, γεγονός που χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό, αφού έγινε η πρώτη αφρικανικής καταγωγής σκηνοθέτις με επίσημη συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Καννών, πραγματεύτηκε τη μετανάστευση και την αποξένωση με μεταφυσικούς, αν και προσωπικούς, όρους, με τη Δαχομέη διευρύνει τη συνθήκη στο επίπεδο της συλλογικής ευθύνης, θίγοντας το λεπτό όσο και χαώδες ζήτημα της διακρατικής κινητικότητας των πληθυσμών.

 

Θεωρητικά ακούγεται ακατόρθωτο το να δοκιμάσεις μια transnationalist οπτικοακουστική ονειροφαντασία, αλλά η Δαχομέη, που τιμήθηκε με τη Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ Βερολίνου, υποβάλλει και συναρπάζει ταυτόχρονα. Μέσα σε 67 λεπτά η Ντιόπ μεταφέρει τον διάλογο στο μικρό Μπενίν της δυτικής Αφρικής και αφού απαθανατίζει την αποκατάσταση των έκπτωτων βασιλέων στην πατρίδα τους, ανακουφισμένων που «παραδίδονται στο τροπικό χάδι, στον δρόμο της παιδικής ηλικίας», μας αφήνει να παρακολουθήσουμε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ανοιχτή κουβέντα ανάμεσα σε φοιτητές του πανεπιστημίου Αμπομέ-Καλαβί στο Μπενίν – δεν πρόκειται για ακαδημαϊκά μικρομέγαλα με περισπούδαστο ύφος αλλά για ανήσυχους, έξυπνους και χιουμορίστες νέους ανθρώπους που αναρωτιούνται φωναχτά ποια είναι η ουσιαστική θέση των επιβλητικών προγόνων τους και η χρησιμότητα μιας πολυδιαφημισμένης και τόσο δοξολογημένης κίνησης;

 

Προσπάθεια καλλωπισμού του πληγωμένου προφίλ του Εμανουέλ Μακρόν, έντεχνη πολιτική εκμετάλλευση από το καθεστώς της χώρας τους ή ειλικρινής όσο και επώδυνη επαναφορά της αποικιοκρατικής μνήμης ενός χαμένου παρελθόντος; Αυτό που αιωρείται μαγικά στη διαδρομή από τις κρύες γαλλικές αποθήκες ως τη ζεστή νύχτα με φεγγάρι στη Δαχομέη είναι η επίκληση της Ντιόπ στις πληγωμένες ακτές του αγαπημένου της ωκεανού ώστε να λούσουν με φως το πρόσωπο της μεταμόρφωσης.