Από τα 2 ή 3 πράγματα που ξέρω γι’ αυτή και έπειτα το σινεμά του Γκοντάρ γίνεται αυστηρά δοκιμιακού χαρακτήρα και με τα χρόνια ολοένα και πιο εσωστρεφές, απαιτώντας ειδικές συνθήκες προβολής και ειδική μεταχείριση από όσους δεν ανήκουν στην ομάδα των σκληροπυρηνικών φαν του. Στην πραγματικότητα, και αυτή η (ας την πούμε έτσι) δεύτερη καριέρα του Γκοντάρ έχει πολλές επιμέρους φάσεις – αν θέλουμε να γίνουμε κι εμείς προβοκάτορες, υπάρχει η περίοδος Τζίγκα Βερτόφ π.χ. που το κυριότερο που μας χάρισε είναι μάλλον μια ξεκαρδιστική σκηνή στο Godard mon Amour του Μισέλ Χαζαναβίσιους, η οποία αποδεικνύει γιατί το σινεμά δεν μπορεί να είναι προϊόν ανόθευτης δημοκρατικής διαδικασίας, κάτι που αντιλήφθηκε εκ των υστέρων και ο ίδιος ο (ισχυρογνώμων) Γκοντάρ. 

 

Στα ’80s oι προκλήσεις και η επιστροφή σε μια σχετική αφηγηματικότητα με το Ο σώζων εαυτόν σωθήτω έφεραν απρόσμενη εμπορική επιτυχία και μαζί τους αναγέννηση, μεγαλύτερους προϋπολογισμούς, περισσότερες συνεργασίες με σταρ και όλα αυτά ενώ ο δημιουργός συνέχιζε να εκδηλώνει μια σχέση αγάπης-μίσους για την τέχνη που υπηρετούσε, αν και στην πραγματικότητα ζούσε και ανέπνεε σινεμά ‒ οι αφορισμοί του είχαν έναν λανθάνοντα ναρκισσιστικό χαρακτήρα, σύμφυτο με το ζώδιο του Τοξότη στο οποίο ανήκε, για να μιλήσουμε επιστημονικά. Ο Γκοντάρ συνεχίζει και σε αυτήν τη δεκαετία να στηλιτεύει τους περιορισμούς του σινεμά και να παράγει πολιτικά στρατευμένα, μη αφηγηματικά φιλμικά δοκίμια που στην καλή τους εκδοχή έμοιαζαν με το Prenom: Carmen, στην κακή τους με το Πάθος.

 

Γνωρίζοντας την ύστερη εξέλιξη του σινεμά του, που τα τελευταία χρόνια έφτασε να θυμίζει περισσότερο video art, εδώ μπορείς να παρατηρήσεις έναν πρώιμο «αποχαιρετισμό στη γλώσσα». Το σχίσμα μεταξύ εικόνας και ήχου μεγαλώνει, όπως διαπιστώνουμε σε μια σειρά από σκηνές με επιτηδευμένο και εξόφθαλμα –περισσότερο από άλλες φορές‒ ασυγχρόνιστο ήχο. Μεταξύ άλλων, στην ταινία ένας σκηνοθέτης στήνει και γυρίζει αναπαραστάσεις πινάκων ζωγραφικής, από Γκόγια και Ελ Γκρέκο μέχρι Ντελακρουά. Ο Γκοντάρ αρχικά τα είχε βρει με τον Βιτόριο Στοράρο και τον Ντιν Ταβουλάρις, οι οποίοι ταξίδεψαν ως την πόλη της Ρολ για να συνεργαστούν μαζί του και να βοηθήσουν σε αυτό το σκέλος της ταινίας. Όπως καταλαβαίνετε, ογκόλιθοι και οι δύο στους επιμέρους κλάδους τους, παραείχαν προσωπική άποψη για το πώς πρέπει να γίνουν τα πράγματα και οι διαφωνίες με τον Γκοντάρ ήταν διαρκείς. Ο βοηθός του ισχυρίζεται ότι στο τέλος ο σκηνοθέτης εξοργίστηκε τόσο που τους παράτησε σε ένα καφέ την ώρα που έκλεινε, δίχως ταξί για να γυρίσουν στο ξενοδοχείο και δίχως εισιτήρια επιστροφής για τις ΗΠΑ.  

 

Τελικά ο Γκοντάρ έμελλε να συνεργαστεί ξανά με τον θρυλικό Ραούλ Κουτάρ, ο οποίος τότε είχε να δουλέψει μια πενταετία. Οι Κάννες χαιρέτισαν την επιστροφή του διευθυντή φωτογραφίας με ένα βραβείο για τη δουλειά του στο φιλμ, στις σχετικές σκηνές ακούμε τον Γέρζι, τον Πολωνό σκηνοθέτη στο φιλμ να μιλά (ενίοτε και να διαμαρτύρεται) για το φως στην τρισδιάστατη ανασύνθεση των πινάκων, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς όμως το οπτικό αποτέλεσμα δεν μπορεί να συγκριθεί με αντίστοιχα εγχειρήματα του Γκρίναγουεϊ, για παράδειγμα, οπότε μάλλον δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο και για κομψοτέχνημα, όπως διαβάζουμε σε κριτικές της εποχής. Αυτό ίσως να μην έρχεται απαραίτητα σε αντίθεση με τις προθέσεις του Γκοντάρ , που είναι πιθανό να ήθελε η κινηματογραφική εκδοχή του εκάστοτε πίνακα να ωχριά μπρος στην αυθεντική δημιουργία.

 

Κατά τα άλλα, στο φιλμ έχουμε αρκετό γυμνό –σχεδόν πάντα έχουμε, από ένα σημείο κι έπειτα‒, κλασική μουσική, ίδια μικρά ονόματα χαρακτήρων με τους ηθοποιούς που τους ενσαρκώνουν, για να μειωθεί η απόσταση μεταξύ αλήθειας και κινηματογραφικής αλήθειας, έχουμε και τη νεαρή Ιζαμπέλ Ιπέρ να ξεκαθαρίζει μέσα στο πρώτο δεκάλεπτο ότι «δεν μπορείς να κάνεις πλάκα με την εργατική τάξη». Με το κοινό σου όμως; Για τον Γκοντάρ, ναι. Όχι μόνο μπορείς, αλλά οφείλεις να κάνεις πλάκα με το κοινό σου, οφείλεις να το προκαλείς και να το πυροβολείς με ερωτήματα και ιδέες. Απλώς εδώ φοβόμαστε ότι οι βινιέτες που συνθέτουν το έργο δεν στοιχειοθετούν κάποιο υποτιμημένο «ανέκδοτο» ‒ υπάρχει λόγος που η ταινία παραμένει ξεχασμένη, ανάμεσα σε άλλες, αναμφίβολα πιο γοητευτικές και γόνιμες δουλειές του μέσα στη δεκαετία.