Στο πλαίσιο του Κύκλου Contemporary Ancients, το Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου ανέθεσε φέτος τη συγγραφή δύο θεατρικών μονολόγων, εμπνευσμένων από τραγωδίες του Ευριπίδη, στη Βίβιαν Στεργίου (Ιφιγένεια / Βορά) και στον Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη (Εγώ, μια δούλα). Μια συνομιλία με τις τραγωδίες του Ευριπίδη που ανεβαίνουν στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, Ιφιγένεια εν Αυλίδι (σκηνοθεσία Timofey Kulyabin) και Hecuba, Not Hecuba (βασισμένη στην Εκάβη, σκηνοθεσία Tiago Rodrigues). Το έργο της Βίβιαν Στεργίου, Ιφιγένεια / Βορά σκηνοθετεί η Αικατερίνη Παπαγεωργίου και ερμηνεύει η Ελίζα Σκολίδη, ενώ το έργο του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, Εγώ, μια δούλα, σκηνοθετεί ο Νίκος Χατζόπουλος και ερμηνεύει η Φιλαρέτη Κομνηνού. Οι δύο μονόλογοι συστεγάζονται σε μια ενιαία παράσταση που θα παρουσιαστεί στο Μικρό Θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου στις 5 και 6 Ιουλίου.
Δύο νεοελληνικά θεατρικά έργα, δύο μονόλογοι γραμμένοι σήμερα για το σήμερα. Κείμενα που έρχονται να δουν τις δυο ηρωίδες, Ιφιγένεια και Εκάβη, αλλά και ολόκληρο τον κόσμο γύρω τους με μάτια που κοιτάζουν στο παρόν, αλλά με το βλέμμα στραμμένο προς το μέλλον· να επεξεργαστούν σημαντικά θέματα με μια γλώσσα αιχμηρή αλλά και σκωπτική, ευφρόσυνη, μιλώντας για θέματα που αφορούν την καθημερινή ζωή, τις σχέσεις, τη βία, την εκδίκηση, τον πόνο, τη δικαιοσύνη. Μακριά από το βάρος της τραγωδίας, τα κείμενα αυτά ψηλαφίζουν τη φύση της βίας, όπου αυτή κρύβεται και εμφανίζεται.
Το κείμενο της Στεργίου είναι μια ποιητική ροή λέξεων. Με βασικό εργαλείο την ειρωνεία, όπως και ο Ευριπίδης, η συγγραφέας μιλά για το προβληματικό παρόν. Θέτει στο πλαίσιο μιας ανοιχτής δημόσιας συζήτησης θέματα που οφείλουμε να διαχειριστούμε, να δούμε σε βάθος, να τα απογυμνώσουμε από παραπλανητικά βαρίδια.
Η Βίβιαν Στεργίου κλήθηκε να γράψει έναν μονόλογο εμπνευσμένο από την Ιφιγένεια εν Αυλίδι του Ευριπίδη. Από ολόκληρο το υλικό της τραγωδίας ξεχώρισε ένα σημείο και πάνω σε αυτό συνέθεσε το δικό της κείμενο. Ο χρησμός στην τραγωδία ορίζει πως για να πλεύσουν τα καράβια των Αχαιών εναντίον των Τρώων πρέπει να θυσιαστεί η κόρη του αρχιστράτηγου Αγαμέμνονα, η νεαρή Ιφιγένεια. Η Στεργίου μεταπλάθει αυτόν τον χρησμό και βάζει στο στόμα ενός ανώνυμου πλήθους όλα όσα ακούμε σήμερα γύρω μας, όλη την κεκαλυμμένη ή μη βία που εμφιλοχωρεί στις πιο απλές, καθημερινές στιγμές μας: σε όσα λέγονται, στέλνονται σε μηνύματα, γράφονται παντού, συζητιούνται σε παρέες, σχέσεις και επαγγελματικούς χώρους. Η δική της Ιφιγένεια είναι μια νεαρή γυναίκα που οδηγείται στη θυσία χωρίς ίχνος μοιρολατρίας, αφού πρώτα περνά ανάμεσα από τους λόγους που την οδηγούν στον θάνατο. Θάνατος δεν είναι μόνο το τελετουργικό κόψιμο ενός λαιμού. Θάνατος είναι και η καθημερινή, σταδιακή και υποδόρια διάλυση ενός ανθρώπου, ο περιορισμός του σε μια ατομική δικτατορία, όταν γύρω υπάρχει ελευθερία. Ο φόβος και η πεποίθηση πως ο δρόμος των γυναικών οδηγεί αναπόφευκτα στη θυσία. Όλα όσα θυσιάζει μια γυναίκα για να μπορέσει να ανταποκριθεί στον αρχετυπικό της ρόλο: όνειρα, καριέρα, εμπειρίες, επιθυμίες. Όλα αυτά μπορούν και πρέπει να θυσιαστούν. Ή μήπως όχι;
Το κείμενο της Στεργίου είναι μια ποιητική ροή λέξεων. Με βασικό εργαλείο την ειρωνεία, όπως και ο Ευριπίδης, η συγγραφέας μιλά για το προβληματικό παρόν. Θέτει στο πλαίσιο μιας ανοιχτής δημόσιας συζήτησης θέματα που οφείλουμε να διαχειριστούμε, να δούμε σε βάθος, να τα απογυμνώσουμε από παραπλανητικά βαρίδια. Οι γυναικοκτονίες, η καταπίεση των αδύναμων, η πατριαρχία και οι εκφάνσεις της, η δύναμη του ενός απέναντι στο τρωτό σημείο του άλλου, το σύστημα νοοτροπιών που καθορίζει τις ζωές όλων μας, είναι κάποια από τα ζητήματα που η Στεργίου διαπραγματεύεται στην Ιφιγένεια / Βορά. Δεν μπορεί να γράψει για το σήμερα, κλείνοντας τα μάτια σε όσα συμβαίνουν γύρω της. Με μια γλώσσα σκόπιμα απλή και ευρέως αντιληπτή, με χιούμορ και διάθεση οικειότητας, η βία, η κακία, η ματαίωση αλλά και η τρυφερή αγάπη συνθέτουν έναν σύγχρονο χρησμό. Διότι όλοι μας είμαστε δυνάμει και η Ιφιγένεια και ο χρησμός. Και θύματα και θύτες. Πώς επιτρέπουμε μικρές δόσεις βίας στην καθημερινή μας σχέση με τους άλλους στον βωμό της αγάπης. Πώς εκμεταλλευόμαστε τη στιγμή που ο άλλος μάς έχει ανάγκη. Πώς παρεμβαίνουμε στις ζωές των φίλων μας, των συντρόφων μας, πώς οι γονείς μας έχουν σκάψει, ήδη από τη γέννησή μας, το σκάμμα που μέσα του θα ενταφιαστούμε, ίσως και προτού πεθάνουμε.
Με μια απόλυτα σύγχρονη και πρωτοποριακή ματιά διαβάζει και ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης την Εκάβη στον δικό του μονόλογο Εγώ, μια δούλα. Για τον Χατζηγιαννίδη, η συγγραφή και μόνο ενός νέου κειμένου, εμπνευσμένου από μια αρχαία τραγωδία, είναι μια ανατρεπτική διαδικασία, με την έννοια πως καλείται να συνομιλήσει με ένα έργο κλασικό, με γλώσσα και επιχειρήματα σημερινά. Θέλοντας να προχωρήσει παραπέρα, προσθέτει άλλη μία ανατροπή. Επιλέγει να μιλήσει για την Εκάβη μια γυναίκα του περιβάλλοντός της, μια ανώνυμη γυναίκα του Χορού των Τρωάδων, και όχι η ίδια η βασίλισσα. Μια γυναίκα λαϊκή στην καταγωγή, αφτιασίδωτη και γνήσια, δούλα και η ίδια, όπως στα στερνά της η Εκάβη, με μια ζωή κατεστραμμένη, όπως και η γηραιά βασίλισσα των Τρώων. Διαφορετικός είναι και ο αφηγηματικός τόνος του μονολόγου. Σκοπός του συγγραφέα ήταν να γράψει ένα κείμενο κωμικό απέναντι στο δυσβάστακτο πένθος που απλώνεται πάνω από την τραγωδία του Ευριπίδη. Η ίδια η Εκάβη δεν θα μπορούσε να φέρει τίποτε το κωμικό, γι’ αυτό ο ρόλος της δούλας επιφορτίζεται με αυτόν τον σκοπό: να μιλήσει ελεύθερα και ανοιχτά, χωρίς ηθικές αγκυλώσεις και ταμπού. Με μια γλώσσα οικεία και απτή, σπαρταριστή.
Η Εκάβη είναι μια γυναίκα βυθισμένη στη δυστυχία. Έχει χάσει όλα της τα παιδιά, τον σύζυγο και την πατρίδα της, και στο τέλος της ζωής της μεταφέρεται σκλάβα στην Ελλάδα. Στην τραγωδία του Ευριπίδη δολοφονούνται και τα δύο εναπομείναντα παιδιά της, η Πολυξένη και ο Πολύδωρος. Και από μια θρηνούσα υπέργηρη γυναίκα μεταμορφώνεται σε μια αιμοσταγή και πανούργα φόνισσα. Σφάζει τα παιδιά του Πολυμήστορα (που σκότωσε τον Πολύδωρο) και τυφλώνει τον ίδιο, παίρνοντας έτσι την εκδίκηση που τόσο αποζητούσε.
Σε αυτήν ακριβώς τη μεταστροφή της εντοπίζει ο Χατζηγιαννίδης το σημείο όπου μπορεί να βασιστεί για να αποδομήσει την ηρωίδα, στο μεγάλο και δύσκολο ζήτημα της αυτοδικίας. Η δούλα του έχει μια καίρια και ανθρωπιστική αντίληψη απέναντι στην έννοια της αυτοδικίας. Πιστεύει πως όσο μεγάλος κι αν είναι ο πόνος ενός ανθρώπου, όσο έντονο κι αν είναι μέσα του το αίσθημα της αδικίας, δεν έχει το δικαίωμα να πάρει τον νόμο στα χέρια του και να εκδικηθεί. Γιατί τότε ο κόσμος θα διολισθήσει σε ένα χάος όπου θα επικρατήσει η βία, θα καταλυθούν οι νόμοι και η τάξη. Ένα θέμα που παραμένει διαχρονικά επίκαιρο και αγγίζει πολλές μελανές πτυχές του ελληνικού βίου.
Αυτό που απέφυγε να κάνει ο Ευριπίδης, δηλαδή να καταδικάσει την αποτρόπαιη πράξη της Εκάβης, το αναλαμβάνει θαρραλέα ο Χατζηγιαννίδης στον μονόλογο αυτόν. Θέτει τη δούλα ενώπιον ενός μεταφυσικού δικαστηρίου, όπου καλείται να απολογηθεί για τη ρήξη της με την Εκάβη. Την κατηγορεί ανοιχτά και σκληρά, πάντοτε βέβαια μέσα στο πλαίσιο της κωμωδίας. Εξάλλου, η δούλα «συνομιλεί» με απόκοσμους ήχους, και όχι με ανθρώπους, σε ένα τοπίο λίγο έξω από την πραγματικότητα.
Αυτοί είναι οι δύο μονόλογοι που θα συνδιαλεχθούν μεταξύ τους αλλά και με τον Ευριπίδη, θέτοντας προβληματισμούς και ανοίγοντας συζητήσεις, προχωρώντας έτσι τις σκέψεις των συγγραφέων. Η φόρμα του μονολόγου, όπως εύστοχα υπογραμμίζει ο Χατζηγιαννίδης, ταιριάζει πολύ σε ένα ανοιχτό θέατρο, και μάλιστα αρχαίο, αφού σε τέτοιους χώρους δεν χωρούν λεπτές ψυχογραφικές διακυμάνσεις. Ο χώρος ζητά μεγάλα, θεμελιακά ζητήματα, ανθρώπους που έχουν κάτι μεγάλο να πουν. Και το λένε μπροστά σε ένα πλήθος κόσμου, στο εδώ και τώρα. Για ποιον άλλο λόγο, άλλωστε, να μονολογεί κανείς;
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.