Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του IN-EDIT μάς προτείνει τρία απ' τα ντοκιμαντέρ του φετινού Φεστιβάλ
Ο Κωνσταντίνος Κουλουζάκης προτείνει τρία που ξεχωρίζει και θυμάται τρεις ξεχωριστές στιγμές από προηγούμενες διοργανώσεις στην Θεσσαλονίκη
AΠΟ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΠΟΛΥΖΟ
«Στο γραφείο έχουμε κρεμασμένο ένα πόστερ που γράφει, “Better done than perfect!” Για να πω την αλήθεια, και μόνο το γεγονός ότι το IN-EDIT έγινε πράξη, ήταν ήδη πιο πάνω από τις προσδοκίες μου», λέει ο Κωνσταντίνος Κουλουζάκης σ’ ένα μικρό διάλειμμα από τις προετοιμασίες του φεστιβάλ, το οποίο ξεκινά την Πέμπτη 30 Μαρτίου. Είναι λίγο κουρασμένος μετά απ’ το χτεσινοβραδινό Soundcheck Party και το χαμό που επικρατεί τις τελευταίες μέρες εντός και εκτός γραφείου, μα παραμένει ευδιάθετος, χαμογελαστός. «Μια νέα εταιρία τότε η Parenthesis», συνεχίζει, «πρότεινε σ’ ένα διεθνή οργανισμό να υλοποιήσει ένα πρότζεκτ στην Ελλάδα των γνωστών προβλημάτων, και τα κατάφερε. Αλλά και πέρα απ’ αυτό, νομίζω ότι καταφέραμε να περάσουμε στο κοινό τη φρεσκάδα και το ρυθμό του IN-EDIT, από την πρώτη στιγμή. Και το ότι είμαστε ακόμα εδώ στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, κάνοντας συνεχώς κάποια βήματα μπροστά, μπορώ να πω ότι είναι ένα κομμάτι του ονείρου».
Σκέφτομαι να παίξουμε για λίγο το παιχνίδι των στιγμών, μα προτιμώ να του ζητήσω να ξεχωρίσει μόνο μία, μέσα στα τρία χρόνια που διοργανώνουνε το φεστιβάλ. «Σίγουρα το τέλος της πρώτης προβολής, το πρώτο χειροκρότημα μετά από την ταινία 20 Feet From Stardom, η πρώτη έκθεση στο κοινό της Θεσσαλονίκης», μου λέει δίχως δεύτερη σκέψη. «Το συγκεκριμένο φιλμ λίγο μετά κέρδισε το Όσκαρ καλύτερου ντοκιμαντέρ και αυτό για μας, σε επίπεδο επιλογής, οπωσδήποτε αποτέλεσε μια επιβράβευση. Μια δεύτερη στιγμή που θυμάμαι καλά», συνεχίζει ορεξάτος, «είναι η φιλοξενία του Mark Reeder, του ανθρώπου πίσω ή μάλλον μπροστά από την ταινία B-Movie: Lust & Sound in West-Berlin 1979-1989. Πέρα από τη συνέντευξη, το DJ set και τις κουβέντες που κάναμε, καταλάβαμε και την ουσία του ίδιου του φεστιβάλ: είναι όλη αυτή η επιρροή του ανθρώπινου παράγοντα πίσω από τη μουσική και την εξέλιξή της, όλες αυτές οι μικρές ή μεγάλες ιστορίες». Ε, αφού μία στιγμή δε σου ήταν αρκετή Κωνσταντίνε, ορίστε, μοιράσου μία ακόμα. «Στη Στέγη Γραμμάτων του Ιδρύματος Ωνάση, το περασμένο φθινόπωρο, σ’ ένα από τα Doc Alive που κάναμε. Είχαμε καθίσει με τους συνεργάτες μου στο δεύτερο θεωρείο και έτσι, από ψηλά, σ’ αυτή την υπέροχη αίθουσα, πέρασε από μπροστά μας όλο το IN-EDIT. Η αλήθεια είναι πως, με αφορμή την ερώτηση, συνειδητοποιώ τώρα ότι η κοινοτοπία “Όλα είναι στιγμές” ισχύει απόλυτα!»
Και το κοινό; Πώς πήγε το IN-EDIT από πλευράς προσέλευσης κόσμου τα προηγούμενα χρόνια; Ποιες ηλικίες το παρακολουθούν; «Η αύξηση είναι θεαματική πραγματικά, τόσο στην Αθήνα όσο και στη Θεσσαλονίκη. Βέβαια βρισκόμαστε λίγες μέρες πριν από την έναρξη της τέταρτης παρουσίας μας στη Θεσσαλονίκη, οπότε επίσημα, με νούμερα ας πούμε, θα ξέρω σε δέκα μέρες. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο κόσμος που παρακολουθεί το IN-EDIT, έρχεται για να μείνει. Μπορεί να επιλέγει τους Oasis ή τον Nick Cave, το Jaco ή το Raving Iran, όμως αντιλαμβάνεται ότι τα συγκεκριμένα φιλμ έχουν μια μοναδική ιστορία να του αφηγηθούν, και μια αλήθεια που τον αφορά –ακόμα κι όταν πρόκειται για πρωταγωνιστές άγνωστους στο ευρύ κοινό. Πέρα από τη σταθερή αύξηση, το μεγάλο ενδιαφέρον στο IN-EDIT είναι και η σύνθεση του κόσμου, που ξεφεύγει από τα όρια του σινεφίλ. Νέα παιδιά που αγαπούν τη μουσική, που παίζουνε σε γκρουπ, που πηγαίνουν σε techno και house πάρτι, συναντιούνται στις αίθουσες με τη μητέρα μου που θα έρθει για ν’ ακούσει το ‘Dance Me to the End of Love’ από τον Leonard Cohen».
Το Doc Alive είναι μία από τις καινοτομίες του φετινού IN-EDIT. Υπάρχουν άλλες; «Ναι, το Doc Alive το προβάραμε στην Αθήνα τον Οκτώβρη και είχε μεγάλη επιτυχία. Από εκεί και πέρα πλήθος παράλληλων event, μέσα και έξω από το Ολύμπιον, δίνουν έναν ξεχωριστό ρυθμό στην πόλη. Αλλά σίγουρα η καινοτομία που μας έκανε περισσότερο περήφανους είναι η δημιουργία του BEAT! Πρόκειται για το περιοδικό του IN-EDIT που κυκλοφορεί φέτος για πρώτη φορά. Έχει μια αισθητική που θυμίζει φανζίν και εξαιρετικά, κατά τη γνώμη μου, κείμενα, συνεντεύξεις και εικόνες».
Κωνσταντίνε, αντί επιλόγου θα ήθελα να προτείνεις τρία ντοκιμαντέρ από αυτά που θα προβάλετε τις επόμενες μέρες. «Η πρώτη ταινία που θα επέλεγα είναι η ταινία έναρξης του φεστιβάλ, το One More Time With Feeling. Λίγους μήνες πριν ο Nick Cave εμφανιστεί ζωντανά στην Αθήνα, το κοινό της Θεσσαλονίκης έχει τη δυνατότητα να παρακολουθήσει το δεύτερο “αυτοβιογραφικό” ντοκιμαντέρ του: ένα αριστούργημα μουσικής, εικόνων και ακατέργαστων συναισθημάτων. Το One More Time With Feeling καταγράφει την περίοδο της δημιουργίας του Skeleton Tree που επισκιάστηκε από την προσωπική τραγωδία του Cave το 2015, όταν σκοτώθηκε ο γιος του.
Το δεύτερο είναι το Τhe Possibilities Are Endless, ένα ντοκιμαντέρ για τον Edwyn Collins. Η συγκεκριμένη ταινία εντάσσεται στη νέα ενότητα που λέγαμε πριν, το Doc Alive. Πρόκειται για μία συγκλονιστική καταγραφή της προσπάθειας του Edwyn Collins –ο οποίος στα ’90s είχε βρεθεί στην κορυφή των τσαρτ με το ‘A Girl Like You’– να επανέλθει μετά από δύο εγκεφαλικά επεισόδια. Ο Collins θα παρευρεθεί στην προβολή, και αμέσως μετά θα ανέβει στη σκηνή μαζί με τον κιθαρίστα του, για να παρουσιάσει μερικά τραγούδια από το νέο του άλμπουμ.
Η τρίτη ταινία είναι το Raving Iran, μια ταινία που θεωρώ απολύτως επίκαιρη. Δύο νέοι μουσικοί, ο Amoosh και ο Arash, γνωστοί με τα καλλιτεχνικά ψευδώνυμα Blade και Beard, προσπαθούνε να παίξουν house στο σύγχρονο Iράν. Όταν τους καλούν να εμφανιστούν στο ελβετικό Street Parade, αρχικά ενθουσιάζονται, αλλά στη συνέχεια όλα είναι στον αέρα. Κι ακολουθεί μια οδύσσεια που πραγματεύεται μία από τις σημαντικότερες ελευθερίες που θίγονται στο Iράν: την ελευθερία της έκφρασης και της δημιουργίας, στη συγκεκριμένη περίπτωση μέσα από την ελεύθερη επιλογή της μουσικής».