Το αριστουργηματικό animation The Nightmare Before Christmas του Τιμ Μπάρτον, που θα προβληθεί με ελληνικούς υπότιτλους στις 15 & 16 Δεκεμβρίου στο Μέγαρο Μουσικής, με παράλληλη ζωντανή ερμηνεία της ανεπανάληπτης μουσικής του Ντάνι Έλφμαν, από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών υπό τον Νίκο Χαλιάσα, είναι η αφορμή να δούμε πίσω από αυτή την εφιαλτικά μαγευτική ιστορία.
Μια φορά κι έναν καιρό... (παράξενη ήταν η φορά κι ανάποδος καιρός, στ' αλήθεια...) ένας βασιλιάς μοναχικός, με το φάντασμα του πεθαμένου σκύλου του μιλούσε, προκαλώντας τρόμο σε όποιον συναντούσε. Αυτό ίσχυε για όλους εκτός από την ερωτευμένη Σάλι, το κορίτσι-πειραματόζωο.
Μια ώρα σκοτεινή ο βασιλιάς συνέλαβε σχέδιο μοχθηρό και δόλιο: Να καταστρέψει την πιο αγαπημένη γιορτή του κόσμου, τα Χριστούγεννα. Να σβήσει από τον χρόνο τα πρόσωπα που είναι χαρούμενα. Θα πετύχει το σχέδιό του; Μετά το σκοτάδι έρχεται το φως;
Απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα έδωσε ο Τιμ Μπάρτον, κόντρα στις γλυκανάλατες χριστουγεννιάτικες ιστορίες. Τελικά, βέβαια, η ιστορία του θεωρείται σήμερα όχι μόνο κλασική αλλά μια από τις πιο δημοφιλείς χριστουγεννιάτικες ταινίες, καθώς μεγαλώνει ήδη την επόμενη γενιά σινεφίλ, αφού το «The Nightmare Before Christmas» είναι 25 ετών.
Από πού όμως εκπορεύεται το σκοτεινό, αλλά πάντα συγκινητικά τρυφερό, σύμπαν του Τιμ Μπάρτον;
1. Τα παιδικά του χρόνια δεν μπορούν να χαρακτηριστούν χαρούμενα και ξένοιαστα καθώς οι σχέσεις του με τον πατέρα του, πρώην παίκτη baseball και μετέπειτα υπάλληλο της πολιτείας, αλλά και τη μητέρα του, ιδιοκτήτρια καταστήματος ειδών για γάτες, δεν ήταν οι καλύτερες. Μάλιστα, ως παιδί ζούσε σε ένα δωμάτιο χτισμένο παντού με τούβλα –για άγνωστη αιτία–, έχοντας μόνο ένα μικρό κενό για να βλέπει έξω. «Θυμάμαι όταν ήμουν μικρός, είχα αυτά τα δύο παράθυρα στο δωμάτιό μου, όμορφα παράθυρα που κοίταζαν πάνω στο γρασίδι και για κάποιο λόγο οι γονείς μου τα περιόρισαν και μου έδωσαν αυτό το μικρό παράθυρο με σχισμές που έπρεπε να ανέβω πάνω σε ένα γραφείο για να βλέπω έξω. Ποτέ δεν τους ρώτησα γιατί, πρέπει να τους ρωτήσω», έχει πει.
2. Το ταλέντο του αναγνωρίστηκε πρώτη φορά σε ηλικία 13 ετών, όταν κέρδισε το διαγωνισμό αφίσας για την οικολογική καμπάνια μιας εταιρείας απορριμμάτων και η αφίσα κολλήθηκε σε όλα τα απορριμματοφόρα για έναν χρόνο.
3. Έκανε βόλτες στο κοντινό νεκροταφείο διερωτώμενος για τη δουλειά του νεκροθάφτη και ήδη στην ηλικία των 16 ήταν ανεξάρτητος και μάζευε λεφτά για τις σπουδές του. «Οι γονείς μου έπασχαν από το ιδανικό της τέλειας πυρηνικής οικογένειας και αυτό τους δημιουργούσε υπερβολική πίεση, νομίζω. Κοιτάζοντας πίσω. είναι λίγο ανησυχητικό το πόση μοναξιά ένιωθα». Συναίσθημα που δεν ξεπεράστηκε παρά την τεράστια επιτυχία του, μάλιστα φαίνεται να εξωτερικεύεται σε ταινίες όπως το Frankenweenie.
4. Γενικά, κυκλοφορεί πάντα με μολύβι και χαρτί επάνω του, αν και πλέον πρέπει να είναι πιο προσεκτικός, φοβούμενος ότι κάποιος θα υποκλέψει αυτή την τόσο ιερή και προσωπική στιγμή με μια κάμερα ή ένα κινητό τηλέφωνο: «Παλιότερα, πήγαινα στο εμπορικό και μπορούσα να σχεδιάζω ό,τι θέλω αλλά πλέον αυτό δεν είναι τόσο εύκολο. Είναι πιο πιθανό να με βρεις σε μια σκοτεινή γωνιά ενός μπαρ να σχεδιάζω πλέον. Πάντως, αυτή η πρακτική έχει σημασία γιατί είναι ο τρόπος μου να χαλαρώνω. Δεν αγαπώ ιδιαίτερα την τεχνολογία και για εμένα το σχέδιο είναι αυτό που με κάνει ζεν. Είναι κάτι προσωπικό, δικό μου, που σπανίζει σε αυτή την εποχή».
5. Η Έλενα Μπόναμ Κάρτερ, με την οποία ήταν μαζί από το 2001 έως το 2014 και έχουν αποκτήσει δύο παιδιά, θεωρούσε ότι ο Μπάρτον έχει το σύνδρομο Άσπεργκερ. Η διαπίστωση ήρθε μέσα από τη μελέτη ενός ρόλου. Τότε ήταν που συνειδητοποίησε πόσα κοινά παρουσιάζει ο Τιμ με αυτούς τους ασθενείς. Και ο ίδιος, πάντως, αφότου παρακολούθησε κάποια σχετικά ντοκιμαντέρ, φαίνεται να είναι βέβαιος ότι πάσχει από κάποιο είδος αυτισμού. Η οικογένεια Μπάρτον έμενε, μάλιστα, σε δύο σπίτια, τα οποία επικοινωνούσαν μέσω ενός διαδρόμου ώστε ο καθένας να έχει τον χώρο του.
6. Μετά την προβολή της ταινίας Batman το 1989, του απαγορεύθηκε η είσοδος σε όλα τα Comic Con, καθώς οι σκληροπυρηνικοί φαν θεώρησαν ότι η ταινία δεν ακολουθεί πιστά το storyline του βιβλίου και αυτό είναι προσβλητικό.
7. «Έχω παρουσιαστεί με έναν πολύ παραπλανητικό τρόπο. Ξέρετε, είμαστε στο σημείο που ακόμα κι αν ντυθώ με κοστούμι κλόουν και αρχίσω να γελάω δίπλα σε ευτυχισμένους ανθρώπους, πάλι θα πουν ότι είμαι σκοτεινή προσωπικότητα», έχει πει ενώ παράλληλα έχει αποκαλύψει ότι αυτή η συχνά μακάβρια αίσθηση του χιούμορ που τον διακρίνει ήταν και ο λόγος που έχασε τη δουλειά του ως animator της Disney τη δεκαετία του '80. Έχει ο καιρός γυρίσματα όμως...
8. «Αντιμετωπίζω τις ταινίες μου όπως τα μεταλλαγμένα παιδιά. Μπορεί να έχουν ελαττώματα, μπορεί να έχουν περίεργα προβλήματα, αλλά τα αγαπώ ακόμα» έχει πει.
9. Η πρώτη του συνάντηση με τον –μετέπειτα μόνιμο συνοδοιπόρο– Ντάνι Έλφμαν ήταν στη «Μεγάλη περιπέτεια του Pee Wee», όπου ο Μπάρτον τον εμπιστεύτηκε ώστε να ντύσει μουσικά την ταινία, παρά την απόλυτη απειρία του στη σύνθεση κινηματογραφικής μουσικής. Ο Έλφμαν, ο οποίος δεν περίμενε καν το τηλεφώνημά του, αγχώθηκε τόσο πολύ που σκέφθηκε να απορρίψει τη συνεργασία. Ευτυχώς για όλους, δεν το έκανε!
10. Το 2019, πρόκειται να κυκλοφορήσει ένα remake της αγαπημένης παιδικής ταινίας «Ντάμπο», με το δικό του βέβαια twist.
+1. O αφανής ήρωας Χένρι Σέλικ σκηνοθέτησε την ταινία γιατί ο Μπάρτον ήταν ήδη πολύ φορτωμένος με τα γυρίσματα του Batman Returns και την προετοιμασία για το Ed Wood. Ήταν, όμως και ο άνθρωπος που χρειάστηκε να κάνει τις «αποτρόπαιες» σκηνές της ταινίας πιο φιλικές προς το παιδικό ακροατήριο. «Για παράδειγμα, υπάρχει μια σκηνή που η Σάλι προσπαθεί να ξεφύγει από τον κακό επιστήμονα και εκείνος την τραβά μέχρι που το χέρι της κόβεται. Αυτό θα μπορούσε να είναι τρομακτικό. Αλλά αντί για σάρκα και αίμα, εγώ τη γέμισα με φύλλα και όπως απομακρύνεται βλέπουμε το χέρι της να τη χαιρετά, κάτι που καταλήγει αστείο».
+2. Ο Danny Elfman είπε πρόσφατα ότι εντυπωσιάζεται με το ότι, 25 χρόνια μετά την πρεμιέρα της ταινίας, έχει τόσο μεγάλη αποδοχή και γεμίζει τεράστιες αίθουσες σε όλο τον κόσμο. «Όταν πρωτοπροβλήθηκε η ταινία, δεν πιστεύω ότι η Disney την καταλάβαινε ουσιαστικά. Δεν ήξεραν τι είναι, ούτε πώς να την προωθήσουν γιατί ήταν τόσο μακριά από ό,τι είχαν συνηθίσει ως μιούζικαλ κινουμένων σχεδίων. Οπότε βγήκε στις αίθουσες και «έσβησε» γρήγορα. Αλλά, προς τιμήν τους, διαισθάνθηκαν τον παλμό χρόνια μετά –πολύ έξυπνα–, εμφύσησαν νέα ζωή στην ταινία και ξεκίνησαν τις επανακυκλοφορίες. Νιώθω ευγνώμων που είχαν την οξύνοια να το διακρίνουν αυτό».
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0