Δεν είναι πρωτοφανές δημιουργοί του ελληνικού κινηματογράφου να θεωρούνται «ξεχασμένοι» ή και «άγνωστοι», με το έργο τους να αγνοείται ευρύτερα, να είναι ανεύρετο, δίχως να έχει αποκατασταθεί ούτε καν ως ιστορικό δεδομένο και τεκμήριο. Και δεν λέμε εδώ, για «καλές» ή για «κακές» ταινίες, αλλά απλώς για ταινίες, που, στην πράξη, είναι εξαφανισμένες από παντού (ασχέτως αν υπάρχουν στα χέρια των δημιουργών τους, σε κάποιες ιδιωτικές συλλογές ή είναι αληθινά χαμένες).
Πίσω από τις ταινίες βρίσκονται, βεβαίως, οι σκηνοθέτες τους (και όσοι άλλοι συνέβαλαν στην υλοποίησή τους), οι οποίοι περιμένουν μάταια, πολλές φορές, να γραφτεί κάτι εποικοδομητικό για ’κείνους και το έργο τους, καθώς αρκετοί απ’ αυτούς φεύγουν από την ζωή, συχνά, χωρίς να το πάρει κανένας χαμπάρι.
Πόσες φορές είχε τιμηθεί και πόσα κείμενα είχαν γραφτεί για τον Κώστα Μανουσάκη για παράδειγμα, πριν εκείνος φύγει από την ζωή, εντελώς αθόρυβα, το 2005; Πού ήταν οι «ύμνοι» για τον «Φόβο» του, που τώρα κατακλύζουν τα μίντια, γραμμένοι είτε από νεότερους συναδέλφους του είτε από σινεφίλ γραφιάδες;
Φυσικά, δεν έχουν όλοι τις ίδιες ευθύνες για την αποκατάσταση ενός ξεχασμένου δημιουργού, σκηνοθέτη εν προκειμένω, καθώς την πρώτη και μεγαλύτερη ευθύνη θα την έχει πάντα, πρώτη, και πάνω απ’ όλους, η επίσημη πολιτεία, που στις διάφορες εκφάνσεις της, μέσα στις δεκαετίες, κυνήγησε άγρια, μέσω των θεσμών της, τους καλλιτέχνες και το έργο τους – καθώς το λογόκρινε, το πετσόκοψε, το έθαψε, το απαγόρευσε, το εξαφάνισε, το έκαψε...
Ίσως ο πιο κυνηγημένος και περιθωριοποιημένος σκηνοθέτης στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου να είναι ο Γιάννης Κοκκόλης – ένας δημιουργός με πολύ πρωτότυπες ιδέες, που προσπάθησε να τις υλοποιήσει, βασικά στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, πέφτοντας πάντα πάνω σε «τοίχους».
Αυτή είναι η πρώτη, που πρέπει να τους αποκαταστήσει, και να τους ζητήσει εκ των υστέρων «συγγνώμη», για το απύθμενο κακό που τους έκανε. Και σαν δημιουργούς ειδικότερα, μα και σαν ανθρώπους γενικότερα, καθώς το κυνήγι και η περιθωριοποίηση συχνά τους στερούσε ακόμη και την επιβίωση.
Ίσως ο πιο κυνηγημένος και περιθωριοποιημένος σκηνοθέτης στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου να είναι ο Γιάννης Κοκκόλης – ένας δημιουργός με πολύ πρωτότυπες ιδέες, που προσπάθησε να τις υλοποιήσει, βασικά στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, πέφτοντας πάντα πάνω σε «τοίχους».
Τις ταινίες του Γιάννη Κοκκόλη, μία προς μία, θα προσπαθήσουμε από την μεριά μας να αναδείξουμε, μέσω αυτού του κειμένου – ταινίες σπάνιες ή ανύπαρκτες, που κρύβουν, όμως, όπως θα διαπιστώσετε, πολύ ενδιαφέρουσες ιστορίες.
«Τετράγωνο» (1964)
Σκ. Γιάννης Κοκκόλης, Στέλιος Τζάκσον-Νίκος Οικονόμου, Κώστας Τοσίου, Πάνος Κατέρης
Δεν νομίζουμε να υπάρχει άλλη ταινία στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, έστω και σπονδυλωτή, που να ανήκει σε πέντε σκηνοθέτες. Πέντε σκηνοθέτες, που θα έβαζαν την υπογραφή τους σε τέσσερις ταινίες μικρού μήκους, ενωμένες σε μία, κάτω από τον τίτλο «Τετράγωνο».
Το «Τετράγωνο» προβλήθηκε, για πρώτη φορά, στις 24 Σεπτεμβρίου 1964, στην 5η Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου, στην Θεσσαλονίκη, αφήνοντας πολύ καλές εντυπώσεις, φεύγοντας από το φεστιβάλ με «τιμητική διάκριση» (για τους πέντε σκηνοθέτες), για την πρώτη ελπιδοφόρα προσπάθειά τους, καθώς και με «ειδική μνεία» από τους κριτικούς.
Παρά ταύτα η ταινία θα πιάσει πάτο στο εμπορικό κύκλωμα, καθώς, με μόλις 2.799 εισιτήρια (πιθανώς σε μία μόνον αίθουσα), θα καταταγεί «τελευταία», δηλαδή 93η, σε εισπράξεις, από τις 93 ταινίες της σεζόν 1964-65, στους κινηματογράφους πρώτης προβολής Αθηνών, Πειραιώς και προαστίων.
Για το «Τετράγωνο» υπάρχουν αναλυτικές πληροφορίες στο βιβλίο ενός εκ των σκηνοθετών του, του πιο γνωστού ως ηθοποιού Πάνου Κατέρη, που έχει τον τίτλο «Συνεχίζεται...» [Εκδόσεις «Δωδώνη», 1988]. Γράφει ο Π. Κατέρης:
«Η πρώτη ιστορία ήταν του Γιάννη Κοκκόλη σε σενάριο βασισμένο στο διήγημα του Αντώνη Σαμαράκη “Η σαρξ” (σ.σ. από το βιβλίο του «Ζητείται Ελπίς»), με πρωταγωνιστή εμένα. Γυρισμένο στο Δουργούτι (σ.σ. Νέος Κόσμος), τον προσφυγικό συνοικισμό που ήταν πίσω απ’ του Φιξ, έδινε όλη τη μιζέρια και τη δυστυχία, μέσα από τα μάτια ενός νεαρού ιερέα. “Λιτό, απλό, σφιχτοδεμένο”, όπως έγραψαν την άλλη μέρα οι κριτικές, κράτησε το ενδιαφέρον των θεατών μέχρι το τέλος».
Στα υπόλοιπα επεισόδια του «Τετραγώνου» δεν θα αναφερθούμε τώρα –καθώς το θέμα μας είναι ο Γιάννης Κοκκόλης–, πρέπει όμως να σημειώσουμε πως μουσική στην ταινία, συνολικά, είχε γράψει ο επίσης νεαρός τότε Σταύρος Ξαρχάκος και πως το σάουντρακ αυτό είχε δισκογραφηθεί στην δεύτερη πλευρά του άλμπουμ «Μοναστηράκι και Τετράγωνο» [Columbia, 1964].
Μάλιστα, το ορχηστρικό «Σαρξ», που είχε να κάνει με το επεισόδιο του Γ. Κοκκόλη και που ανοίγει την δεύτερη πλευρά του δίσκου, δεν είναι άλλο από το πασίγνωστο «Βάλε κι άλλο πιάτο στο τραπέζι», που θα το γνώριζαν οι πάντες μέσα από την ερμηνεία της Βίκυς Μοσχολιού (στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος) λίγο καιρό αργότερα!
Η ταινία θεωρείται σπάνια, όχι χαμένη, και δεν παίζεται από την τηλεόραση. Πριν μερικά χρόνια, το 2013, είχε γίνει πάντως μια δημόσια προβολή της, στο Cabaret Voltaire, στο Μεταξουργείο και όσοι, τότε, την είδανε... την είδανε.
Ο Γιάννης Σολδάτος στην «Ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου» [Αιγόκερως, 1982] σημειώνει πως οι νέοι σκηνοθέτες του «Τετραγώνου»... «παίρνουν τιμητική διάκριση για πρώτη ελπιδοφόρα προσπάθεια, που γρήγορα όμως θα διαψεύσουν».
Άραγε, τόσο γρήγορα να διαψεύστηκαν οι προσδοκίες; Για να δούμε τη συνέχεια...
Stavros Xarchakos Tetragono Sarx
«Ο Βιασμός μιας Παρθένας» (1966)
Σκ. Στέλιος Τζάκσον, Νίκος Οικονόμου, Δημήτρης Μποντικούλης, Γιάννης Κοκκόλης
Και η δεύτερη σκηνοθετική απόπειρα του Γιάννη Κοκκόλη έρχεται μέσα από ένα πολλαπλό σχήμα (σκηνοθετών), χωρίς αυτή την φορά να συζητάμε για μια σπονδυλωτή ταινία – αλλά για μια ενιαία ταινία, με συγκεκριμένη υπόθεση. «Ο Βιασμός μιας Παρθένας» ανήκει λοιπόν στον Γιάννη Κοκκόλη, όπως ανήκει και στους υπόλοιπους σκηνοθέτες (οι τρεις από τους πέντε του «Τετραγώνου», συν ο Δ. Μποντικούλης).
Ο τίτλος είναι ούλτρα προκλητικός για τα ήθη της εποχής, αλλά εξ ίσου προκλητικό είναι και το θέμα. Η υπόθεση, με λίγα λόγια...
Μια παρέα χαμερπών ατόμων και απατεώνων (υποδύονται οι Γιώργος Εμιρζάς, Γιώργος Ζαϊφίδης κ.ά.), που παριστάνουν τους παραγωγούς και τους σκηνοθέτες, επωφελούνται από την άνθηση της ντόπιας κινηματογραφικής «βιομηχανίας», μα και από την ανάγκη των κοριτσιών των φτωχών συνοικιών, να ξεφύγουν από την ανέχεια και την μιζέρια –καθώς δοκιμάζουν να πραγματώσουν τα όνειρά τους, μέσω της μεγάλης οθόνης–, στήνοντας ένα δήθεν γραφείο παραγωγής και κάνοντας κάστιν, για την υποτιθέμενη ερωτική ταινία που σκοπεύουν να γυρίσουν. Στο δρόμο τους θα βρεθεί μια όμορφη κοπέλα (Γιούλη Σταμουλάκη), που θα τους πιστέψει, την οποίαν, αφού κακοποιήσουν και ξεφτιλίσουν, σε μιαν έρημη ακρογιαλιά, στην οποίαν έχουν μεταβεί για το υποτιθέμενο γύρισμα, στην συνέχεια την παρατούν ταπεινωμένη κάπου στην Αθήνα, πριν τους μπαγλαρώσει στο τέλος η αστυνομία.
Η ταινία είναι κακογυρισμένη, αλλά δεν μπορείς να ξέρεις αν αυτό προήλθε από αδυναμία των σκηνοθετών να επικοινωνήσουν μεταξύ τους ή αν συνέβη και... κάπως επίτηδες. Αν δηλαδή φαντασία (σενάριο) και πραγματικότητα μπερδεύτηκαν, εν τοιαύτη περιπτώσει, μ’ έναν αξεδιάλυτο τρόπο.
Και το λέμε τούτο, επειδή στον «βιασμό μιας παρθένας» υπάρχουν μοντέρνες, ή έστω ψευτομοντέρνες λήψεις, υπό παράξενες γωνίες, με κάμερα στο χέρι, με γκρο πλαν κ.λπ. και όλα τούτα επενδυμένα με αυτοσχεδιαστικά παιξίματα (διάβαζε και ερασιτεχνικά), συν «προχώ» μουσική – με θέματα από Μπαχ μέχρι Ραβέλ, και από jazzy-shake και “El porompopero”, μέχρι afro κομμάτια(!), όπως το “Dianka bi” του Σενεγαλέζου Sonar Senghor και των African Troupe, που καταγραφόταν σ’ ένα αμερικάνικο LP του 1954, και που το ακούμε τόσο στους τίτλους της ταινίας, όσο και σε μια χορευτική σκηνή! Μία, σε κάθε περίπτωση, απίστευτη επιλογή!
«Ο Βιασμός μιας Παρθένας», που στην πραγματικότητα θα μπορούσε να ήταν (και) μια ταινία με... ηθικό σκοπό, να προβληματίσει δηλαδή και να προφυλάξει τα κορίτσια από διάφορες κακοτοπιές, που τους έστηναν οι επιτήδειοι (αν υποτεθεί πως η ταινία ήθελε να περάσει και κάποιο «μήνυμα»), βρέθηκε στο στόχαστρο ορισμένων, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο. Πως δυσφημούσε, δηλαδή, το κινηματογραφικό σινάφι, την ώρα όπου ο χώρος επιχειρούσε να ορθοποδήσει! Προσέξτε το εξής κείμενο από την εφημερίδα «Εμπρός» (14 Ιαν.1967):
«Σε μια ασφυχτικά γεμάτη αίθουσα και με τις κραυγές “ουστ”, “κόφτο” και “τα λεφτά μας” είδαμε την ταινία “O Βιασμός μιας Παρθένας”. Η στοιχειώδης αξιοπρέπεια και ή τυχόν ευαισθησία των παραγωγών μας ή της Ενώσεώς των ή της ΕΤΕΚ, πρέπει να τους οδηγήσει στις πιο έντονες διαμαρτυρίες, για τον διασυρμό που γίνεται στο επάγγελμά τους. Σε μια στιγμή που, όπως μας λένε, αγωνίζονται για φορολογίες, που αντιμετωπίζουν διωγμούς, που φιλοδοξούν την αναδιοργάνωσι και εξύψωσι του κινηματογράφου μας, δεν επιτρέπεται να εξευτελίζωνται οι παραγωγοί μας έτσι, από ανίδεους, που παίρνουν μεμονωμένες περιπτώσεις ερασιτεχνών ή ανθρώπων που ίσως συναγελάζονται... Ντροπή για όλους».
«Ο Βιασμός μιας Παρθένας» μπορεί να μην μακροημέρευσε, σε πρώτη φάση –παρά την διαφημιστική συσχέτισή του με τον... Μπέργκμαν– καθώς πήγε πολύ μέτρια στις αίθουσες, κόβοντας 55.597 εισιτήρια (σε Αθήνα, Πειραιά και προάστια), για να βρεθεί έτσι στην θέση 83, μεταξύ των 117 ταινιών της σεζόν 1966-67, όμως ξαναβγήκε στις αίθουσες μερικά χρόνια αργότερα, την εποχή του soft-core, ως «Παραστρατημένη Παρθένα»(!), με πιο συμμαζεμένο τίτλο δηλαδή και πιο κοντά στα αισθητικά πρότυπα εκείνης της εποχής (1973-74). Τότε διαφημίστηκε μάλιστα και ως «απαγορευθείσα» ταινία...
Το 1984 αποσπάσματα από τον «Βιασμό μιας Παρθένας» θα χρησιμοποιούνταν σε μια σκηνή της ταινίας «Λούφα και Παραλλαγή» του Νίκου Περάκη.
«Εις Θάνατον» (1967)
Σκ. Γιάννης Κοκκόλης
Αν ιερέας είχε τον πιο βασικό ρόλο στην πρώτη ταινία του Γιάννη Κοκκόλη (στο επεισόδιο «Σαρξ», από το «Τετράγωνο»), ιερέας πρωταγωνιστεί και στην πρώτη εντελώς δική του μεγάλου μήκους ταινία, που είχε τίτλο «Εις Θάνατον».
Πρόκειται για μια τελείως άγνωστη ταινία – κάτι πολύ φυσικό, αφού, λόγω θέματος, απαγορεύτηκε. Στο διαδίκτυο δεν υπάρχει τίποτα σχετικό για το «Εις Θάνατον», πέραν αυτού (retroDB):
«Η παράξενη σχέση μιας καταδικασμένης σε θάνατο πόρνης και ενός ιερέα, ανάμεσα στους οποίους αναπτύσσεται ένα βαθύ αίσθημα συμπάθειας, καθώς ο ένας κατανοεί και σέβεται τις επιλογές και τις απόψεις του άλλου».
Ας καταφύγουμε, λοιπόν, για περισσότερα στοιχεία στο βιβλίο του Πάνου Κατέρη, που αναφέραμε και πιο πάνω και ο οποίος υποδυόταν ξανά ιερωμένο σε ταινία του Γ. Κοκκόλη:
«Βρισκόμαστε στο Δεκέμβριο του ’65 κι ο Γιάννης Κοκκόλης –μια απ’ τις πλευρές του Τετραγώνου– έχει έτοιμο ένα σενάριο, που το έγραψε πάνω σε μια ιδέα δική του. Μια ιδέα που μόνο αυτός μπορούσε να έχει. Μου το διαβάζει κι ενθουσιάζομαι. Ενθουσιάζομαι γιατί είδα ότι ήταν ένας ρόλος που θα τον ζήλευαν όχι μόνο οι Έλληνες, αλλά και οι ξένοι ηθοποιοί. Αυτό ακόμα το πιστεύω. Ακόμα και τώρα, μετά από τόσα χρόνια, αναλογίζομαι τις πτυχές και τα σκαμπανεβάσματα του ρόλου και βλέπω ότι ήταν μοναδικός κι έδινε ευκαιρίες στον ηθοποιό για μια πραγματική δημιουργία. Θα έκανα και πάλι έναν ιερέα, αλλά έναν ιερέα διαφορετικό. Μοντέρνο, ασυμβίβαστο, επαναστάτη, που αγωνίζεται, ερωτεύεται και πεθαίνει, φτύνοντας κατάμουτρα την κοινωνία».
Με συμπρωταγωνίστρια την Κατερίνα Χέλμη στον ρόλο της πόρνης, και ακόμη την Δέσπω Διαμαντίδου και τον Αρτέμη Μάτσα στο καστ, το «Εις Θάνατον» είχε δύο διευθυντές φωτογραφίας, τον Giovanni Varriano, για τις σκηνές στην Αθήνα, και τον Γιώργο Καβάγια, για τις σκηνές που ήταν γυρισμένες στην Περαχώρα Λουτρακίου, σε γκρεμούς, σπηλιές και έρημες ακρογιαλιές, και ακόμη τον Σταύρο Ξαρχάκο εκ νέου, ως συνθέτη του σάουντρακ.
Μετά από παρέμβαση της Εκκλησίας (η οποία δεν αποδέχεται πως ένας ιερέας, σε μια ταινία μυθοπλασίας, μπορεί να κάνει έρωτα με μία πόρνη) η πολιτεία απαγορεύει το «Εις Θάνατον», χωρίς να προβληθεί αυτό πουθενά. Και όπως σημειώνει ο Π. Κατέρης:
«Η ταινία παίχτηκε σε ιδιωτική προβολή, για τους δημοσιογράφους. Ύμνοι και μπράβο ακούστηκαν στο τέλος, κι εγώ στο βάθος της αίθουσας έκλαιγα αγκαλιά με τον Κοκκόλη. Κλαίγαμε κι οι δύο το όνειρο, που το καταδικάσανε τόσο άδικα και τόσο επιπόλαια Εις Θάνατον».
«Αγωνία για τον Έρωτα» (1969)
Σκ. Γιάννης Κοκκόλης
Η επόμενη ταινία του Γιάννη Κοκκόλη ήταν επίσης προκλητική και γι’ αυτό το λόγο είχε αντιμετωπίσει ξανά προβλήματα με την λογοκρισία, καθώς κινηματογραφούσε τον «παράνομο» έρωτα ανάμεσα σε μία αστή και σ’ έναν επιληπτικό!
Μια παντρεμένη νέα γυναίκα (Μαρία Σόκαλη) βιώνει έναν γάμο, που δεν την βγάζει πουθενά. Σε μία από τις περιπλανήσεις της γνωρίζει έναν παράξενο νεαρό (Πάνος Κατέρης) και τον ερωτεύεται. Ο νεαρός, που ζει με την μητέρα του (Μαλαίνα Ανουσάκη), έχει για μόνιμη ενασχόλησή του τον περιστερώνα του. Φροντίζει και επικοινωνεί με τα περιστέρια του, ταυτίζεται μαζί τους –όντας κλεισμένος στον εαυτό του, όταν φεύγει η γυναίκα–, ενώ βασανίζεται συγχρόνως από επιληπτικές κρίσεις. Όταν τα περιστέρια του, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, αρχίζουν να πεθαίνουν ένα-ένα, εκείνος «τα χάνει» και πάνω στην παράκρουσή του πνίγει την γυναίκα με την οποίαν είναι ερωτευμένος, νομίζοντας πως έτσι την απελευθερώνει.
Στην ταινία δείχνονται παραστατικά επιληπτικές κρίσεις, που ήταν πολύ καλά «σχεδιασμένες», κάτι που θεωρήθηκε έξω από τα όρια ανοχής της εποχής και γι’ αυτό περικόπηκαν. Θυμάται ο Πάνος Κατέρης σε σχέση με τις συγκεκριμένες σκηνές:
«Δεν κάναμε καμία πρόβα εκείνη τη στιγμή, για τη σκηνή της επιληψίας, γιατί έπρεπε να βγει μια κι έξω. Ήταν κάτι που δεν επαναλαμβανόταν. Μετά από τόση μελέτη που είχα κάνει, ο Κοκκόλης μου είχε πλήρη εμπιστοσύνη. Εκείνος φυσικά ήταν που “έστησε” τη σκηνή. Η κρίση θα γινόταν στην αυλή του σπιτιού του ήρωα, ανάμεσα στα περιστέρια και μπροστά στην μάνα του, δηλαδή τη Μαλαίνα. Με το “μοτέρ” που φώναξε ο Κοκκόλης όλα πάγωσαν γύρω μας και μια σιωπή απλώθηκε. Δεν ακουγόταν τίποτα, παρά μόνον το γουργουρητό των περιστεριών. Κι εκεί, σ’ αυτή την ανατριχιαστική σιωπή, με πιάνει η κρίση κι αρχίζω να χτυπιέμαι, να χτυπιέμαι... Μια κραυγή ακούγεται, σαν να θέλει να σκίσει στα δύο αυτή την πηχτή σιωπή. Είναι της Μαλαίνας, της μάνας, που προσπαθεί να συνεφέρει τον γιο της, βάζοντας το κεφάλι του στον κόρφο της και τα ίδια της τα δάχτυλα μέσα στο στόμα του, για να τον εμποδίσει να δαγκάσει τη γλώσσα του. Τα περιστέρια πετούν έντρομα τριγύρω μας, κάνοντας έναν απαίσιο θόρυβο. Σφαδάζω, βγάζω αφρούς απ’ το στόμα μου, γίνομαι ένα κουβάρι με τη μάνα μου. Περνάμε απ’ τη ζωή στο θάνατο και μετά πάλι στη ζωή».
Η ταινία «Αγωνία για τον Έρωτα», που αγγίζει τα όρια του ποιητικού πεσιμισμού στις καλύτερες σκηνές της (ιδίως σ’ εκείνες, που δεν έχουν διαλόγους), είχε κι ένα άλλο προσόν. Την πολύ καλή μουσική του Νότη Μαυρουδή.
«Ερωτικές Στιγμές» (1972)
Σκ. Γιάννης Κοκκόλης
Η ταινία «Ερωτικές Στιγμές» του Γιάννη Κοκκόλη ήταν η πρώτη για την οποία είχα γράψει παλαιότερα (2011) ένα κάπως εκτεταμένο κείμενο στο blog μου. Όταν την είχα πρωτοδεί (χρόνια νωρίτερα από το 2011) είχα νοιώσει πολύ «γεμάτος», όπως νοιώθει κάποιος, όταν βλέπει κάτι συναρπαστικό, που τον κάνει να αναφωνεί –ακόμη κι αν είναι μόνος του και δεν τον ακούει κανένας– «μπράβο!». Ίσως γι’ αυτό να μην θέλω να την ξαναδώ, σήμερα, για να μην χάσω εκείνη την πρωταρχική εντύπωση.
Υπάρχουν ορισμένες ελληνικές ταινίες, που δεν τις πιάνει το μάτι σου έχοντας κάτι να πουν (ορισμένες φορές έχουν να πουν περισσότερα), περνώντας, γενικώς, απαρατήρητες. Σπανίως έως ποτέ δεν βρίσκουν θέση στην TV (η οποία διαλέγει από ένα μικρό απόθεμα, προβάλλοντας τις ίδιες και τις ίδιες), άλλες κυκλοφόρησαν κάποια στιγμή, στα 80s, σε βιντεοκασέτες, αλλά τώρα τρέχα βρες τες, κάποιες δεν βγήκαν ποτέ σε VHS ή DVD, ενώ υπάρχει περίπτωση να μην έχουν παιχθεί ποτέ στην τηλεόραση ή ακόμη και στα cult κινηματογραφικά events.
Σκεπτόμενοι πρόσωπα, σκηνοθέτες δηλαδή, θα λέγαμε πως ένας από τους πιο αδικημένους, το έργο του οποίου παραμένει άγνωστο εν πολλοίς, είναι οπωσδήποτε ο Γιάννης Κοκκόλης.
Η κόπια τού «Ερωτικές Στιγμές» που κυκλοφορεί ευρύτερα έχει ιταλικούς τίτλους αρχής, πράγμα που σημαίνει πως η ταινία είχε κάνει κάποια πορεία και στο εξωτερικό (και όντως), όταν στην χώρα μας δεν περπάτησε ιδιαιτέρως, καθώς είχε κόψει 46.648 εισιτήρια στην πρώτη προβολή της (σε Αθήνα, Πειραιά και προάστια), ως 63η ανάμεσα στα 90 φιλμ της σεζόν 1971-72.
Έτσι, λοιπόν, η ταινία τιτλοφορείται “Momenti Erotici” (ως «Σάρκα με Σάρκα» είναι επίσης γνωστή στην Ελλάδα), έχει για βασικούς πρωταγωνιστές την Katy Theo (Καίτη Θεοχάρη) και τον Giorgio Amadoro (Γιώργος Αρμαδώρος) και από ’κει και πέρα την Dor Bolonari (πρόκειται για την Ντόρα Βολονάκη), τον Antonis Xenakis (Αντώνης Ξενάκης), την Eleni Dakoronia (Ελένη Δακορώνια), την Lambi Livia (Λαμπρινή Λίβα) κ.ά., ενώ επενδύεται με εντεχνολαϊκή μουσική, αλλά και με ροκ θέματα γραμμένα από τον μαέστρο G. Theofilopoulos (Γιώργος Θεοφιλόπουλος), με την σκηνοθεσία της να ανήκει, φυσικά, στον… Gianni Kolis (Γιάννης Κοκκόλης). Η ιστορία είναι η εξής:
Ένα μεσοαστικό ζευγάρι (Καίτη Θεοχάρη - Αντώνης Ξενάκης) που ζει σε καλή πολυκατοικία της Αθήνας, αντιμετωπίζει προβλήματα με το γάμο του. Εκείνος, ένας 50άρης πολιτικός μηχανικός, κι εκείνη αρκετά νεότερη, νοικοκυρά, που φροντίζει τα του οίκου και την μικρή τους κόρη, έχοντας παράλληλα και μια εξωσυζυγική περιπέτεια, την οποίαν πληροφορούμαστε στην αρχή του φιλμ από το όνειρό της (παρότι, συνήθως, δεν βλέπεις στον ύπνο σου αυτά που θέλεις!).
Η σχέση του ζεύγους πάει κατά διαβόλου. Αποτυχημένες ερωτικές συνευρέσεις, λελογισμένοι καβγάδες, ατμόσφαιρα ψυχρή και αδιάφορη, τα ίδια πράγματα να επαναλαμβάνονται (εντός του σπιτιού) με μαθηματική ακρίβεια.
Ο Γ. Κοκκόλης κινηματογραφεί, στον εσωτερικό χώρο, με απλότητα, καταγράφοντας δίχως υπερβολές το κλίμα, αφήνοντας τη φυσικότητα των συμπεριφορών να σκεπάσει το οτιδήποτε.
Η σύζυγος, ωραία ως παρουσία, κινείται με μια νωχέλεια (βαρεμάρα ας την πούμε), ενώ εκρήγνυται από καιρού εις καιρόν μέσα στο πλαίσιο που επιτρέπει η θέση της, με τον σύζυγο, άψογα στυλιζαρισμένο στο ρόλο του, να είναι εκείνος που νομίζει πως μέσα από τη δουλειά (και το χρήμα που κερδίζει) θα μπορέσει να προσφέρει τα πάντα στην οικογένειά του.
Συναισθηματικά «χαμένη», η σύζυγος μοιάζει έτοιμη να δοθεί ακόμη και στον πρώτο τυχόντα –έναν υπάλληλο σούπερ μάρκετ, που της φέρνει τα ψώνια στο σπίτι–, παρότι, όπως προείπαμε, διατηρεί μία (πρωινή) εξωσυζυγική σχέση. Εδώ, είναι ο άλλος πόλος…
Ο Πάνος (Γιώργος Αρμαδώρος) είναι ένα απλό παιδί, που ζει για το τώρα, και που έχει μπει σώγαμπρος σ’ ένα λαϊκό σπίτι της παλιάς Αθήνας (μάνα, πατέρας, δύο αδελφές). Παρότι τα έχει, κατά μίαν έννοια, και με τις δύο αδελφές, με την πρώτη ως «πρώην» και «νυν» και με την δεύτερη ως «νυν» (Ελένη Δακορώνια και Λαμπρινή Λίβα αντιστοίχως), οι γονείς (μητέρα η Ντόρα Βολονάκη) κάνουν τα στραβά μάτια, για να μη χάσουν το κελεπούρι που θα παντρευτεί (υποτίθεται) την δεύτερη.
Ο Γιάννης Κοκκόλης στήνει ένα ωραίο δίπολο, φέρνοντας τις δύο τάξεις, τη μεσοαστική και τη λαϊκή, σε μία παράλληλη πορεία ξεπεσμού, με συνδετικό κρίκο τον Πάνο, ο οποίος κινείται, σαν την μπίλια, ανάμεσά τους. Υπάρχουν διάφορες επί μέρους σκηνές, που φανερώνουν τα ταπεινά κίνητρα των πρωταγωνιστών, όμως μία ξεχωρίζει.
Ο Πάνος, αφού ντυθεί στην πένα (υποτίθεται πως πάει να βρει δουλειά), ξεκινά από την Πλάκα, για να συναντήσει την σύζυγο (Καίτη Θεοχάρη) στο διαμέρισμά της. Η συνεύρεση είναι πολύ ωραία κινηματογραφημένη με μια φυσικότητα που συναρπάζει. Θα μπορούσε να ήταν η κρυφή κάμερα του «Πειραματόζωου» (θα πούμε στη συνέχεια γι’ αυτό), που καταγράφει την επαφή δύο ανθρώπων, που παίζουν ρόλους, μέσα στους ρόλους τους, επιχειρώντας να αποδείξουν, ο ένας στον άλλον, ποιοι στ’ αλήθεια είναι.
Κι εκεί, ανάμεσα στα φιλιά, στα ερωτικά παιγνίδια, στα κυνηγητά στα δωμάτια, στις μουσικές και τα ποτά έρχεται ένα αναπάντεχο ξεσκέπασμα, ένας καυγάς, που αφήνει εκτεθειμένους και τους δύο εραστές.
Οι ρόλοι αποκαλύπτονται πλήρως, οι αβεβαιότητες και οι ανασφάλειες έρχονται στο φως, με το ξεγύμνωμα των συμπεριφορών να οδηγεί σε μια συναισθηματική κάθαρση, που απλώς επισφραγίζει το τέλος της σχέσης, καθώς η ερωτική πράξη που ακολουθεί είναι κατ’ ουσίαν ο αποχαιρετισμός.
Μ’ ένα νευρικό μοντάζ ο Γιάννης Κοκκόλης δείχνει εναλλάξ τις δύο «αντίπαλες» οικογένειες, συγκροτημένες σε σώμα, να τρώνε αμίλητες στα τραπέζια τους, με τον Πάνο (τον μοχλό της ανατροπής) να περιφέρεται άνευ σκοπού στους δρόμους της Αθήνας…
Το καταπληκτικό τραγούδι των Γιάννη Σπανού-Λευτέρη Παπαδόπουλου, με τον Γιάννη Πάριο, από την ίδια εποχή, δεν σχετίζεται με τις «Ερωτικές Στιγμές». Συνοδεύει, όμως, πολύ ωραία τα επιλεγμένα πλάνα με τους τρεις βασικούς πρωταγωνιστές της ταινίας του Γιάννη Κοκκόλη...
Ήταν μια φορά - Γιάννης Πάριος
«Μεταμορφώσεις» (1973)
Σκ. Γιάννης Κοκκόλης
Η δεύτερη ταινία του Γιάννη Κοκκόλη, που εμφανίζεται στο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, στο διαγωνιστικό τμήμα του, μετά το σπονδυλωτό «Τετράγωνο» του ’64, ήταν οι «Μεταμορφώσεις» το 1973.
Η ταινία διαγωνίστηκε στην 14η διοργάνωση (24-30 Σεπτεμβρίου), γιουχαΐστηκε άγρια, αγνοήθηκε επιδεικτικά από την κριτική επιτροπή και, εννοείται, από τα βραβεία. Της άξιζε μια τέτοια αντιμετώπιση; Φυσικά και όχι. Απεναντίας, της άξιζε ένας κάποιος φραστικός έπαινος, και ακόμη-ακόμη ένα (μη θεσμοθετημένο) βραβείο, που ίσως κάποια στιγμή θα πρέπει να το λάβει... κάπως σαν μια εκ των υστέρων αποκατάσταση μιας τάξης. Διαβάζουμε από ρεπορτάζ της εφημερίδας «Μακεδονία» (29 Σεπτ. 1973):
«Και ξαφνικά την προβολή μιας ταινίας, που ήρθε να διεκδικήση ένα από τα βραβεία του Φεστιβάλ, δεν την παρακολουθούσε ούτε η κριτική επιτροπή (σ.σ.!!). Συνέβη την νύκτα της Πέμπτης στην προβολή των “Μεταμορφώσεων” του Γιάννη Κοκκόλη, όταν μισή ώρα πριν τελειώση, τα μέλη της κριτικής επιτροπής πλην ενός, εγκατέλειψαν το θεωρείο τους, εκφράζοντας έτσι τουλάχιστον την δυσαρέσκειά τους, για την ποιότητά της. Προηγουμένως το μεγαλύτερο μέρος της πλατείας είχε αδειάσει, ενώ οι εξώστες είχαν προ πολλού εκκενωθή, αφού προηγουμένως την γιουχάισαν. Πολλές συζητήσεις γίνονταν όλη την ημέρα χθες στις αίθουσες του Φεστιβάλ, για το νόημα της αποχώρησης της κριτικής επιτροπής και είναι πολλοί εκείνοι που την ερμήνευσαν σαν αμφιβολία για την δουλειά που έκανε η προκριματική επιτροπή του Φεστιβάλ, που, όπως είναι γνωστό, εγκρίνει ή απορρίπτει τις ταινίες που θα διεκδικήσουν τα βραβεία. Σε πολυπληθή ομάδα θεατών που συζητούσε ζωηρά, έξω από την αίθουσα προβολής, λέγεται ότι ο πρόεδρος της προκριματικής επιτροπής κ. Γιάννης Μαρής είπε πως έπρεπε να παρουσιασθούν οι “Μεταμορφώσεις”, για να μπορέση να ξεχωρίση το κοινό τις καλές από τις κακές ταινίες (σ.σ. τι να έλεγε ο έρημος;)».
Η αντιδεοντολογική αυτή πράξη της κριτικής επιτροπής του 14ου Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου, μπορεί να συμβάδιζε με το «λαϊκό αίσθημα» τού... κουλτουριάρη Εξώστη (αν και από διαφορετική, φρονούμε, θέση), όμως δεν θα μπορούσε να περάσει χωρίς σχολιασμό από κάποιους.
Η αντιδεοντολογική αυτή πράξη της κριτικής επιτροπής του 14ου Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου, μπορεί να συμβάδιζε με το «λαϊκό αίσθημα» τού... κουλτουριάρη Εξώστη (αν και από διαφορετική, φρονούμε, θέση), όμως δεν θα μπορούσε να περάσει χωρίς σχολιασμό από κάποιους.
Έτσι, ο γνωστός σινε-κριτικός της εποχής και μέλος της προκριματικής επιτροπής Τώνης Τσιρμπίνος δήλωνε τα εξής («Μακεδονία» της 30ης Σεπτ. 1973) με αφορμή το απαράδεκτο περιστατικό:
«Μετά την προχθεσινήν αποχώρησιν της κριτικής επιτροπής από το θεωρείον της, χωρίς να παρακολουθήση μέχρι τέλους την προβολήν της ταινίας του κ. Γ. Κοκκόλη “Μεταμορφώσεις”, και της αναγραφής της πληροφορίας εις το σημερινόν “Βήμα” ότι “ωρισμένα μέλη της, μεταξύ των οποίων και ο πρόεδρος της επιτροπής Γ. Σαββίδης, έφθασαν να διατυπώσουν αμφιβολίες για το έργο της προκριματικής επιτροπής, που ενέκρινε τέτοιες ταινίες για το Φεστιβάλ”, ως μέλος της προκριματικής επιτροπής και ως απεσταλμένος δημοσιογράφος της εφημερίδος “Εστία” δηλώ ότι θεωρώ εκ των προτέρων διαβλητήν την οποιαδήποτε απόφασιν βραβεύσεως της κριτικής επιτροπής, εφ’ όσον αυτή κατέφυγεν εις δημοσίας κρίσεις και ενεργείας πριν την λήξιν του έργου της».
Η Σούλα Αλεξάνδρου ή Αλεξανδροπούλου («είδα τη Σούλα και τον Δεσποτίδη», που τραγουδούσε κάποτε και ο Διονύσης Σαββόπουλος) γράφει για τις «Μεταμορφώσεις» στο περιοδικό «Επίκαιρα» (#271, 12-18 Οκτωβρίου 1973):
«Δύο κορίτσια μόνα κι ελεύθερα στη σημερινή Αθήνα (σ.σ. προστίθεται και τρίτο και τέταρτο), με το κοινωνικό τους περιβάλλον κ.λπ. Η ταινία χρησιμοποιεί άφθονες ιδέες, άφθονο σεξ και άφθονη τόλμη... αλλά τι τόλμη και με τι αποτέλεσμα. Κάποιες κουβέντες που ακούγονται για βόμβες και προκηρύξεις έκαναν το ποτήρι να ξεχειλίση, υποχρεώνοντας το κοινό να διαμαρτυρηθεί έντονα και μέρος της επιτροπής να αποχωρήση από την προβολή και να δη το υπόλοιπο της ταινίας, σε ειδική προβολή, την επομένη.(...) Αν η φιλοδοξία κάθε δημιουργού δεν τον αφήνει να ελέγχη τις προθέσεις του και το αποτέλεσμα, το κοινό έχει δίκιο να εξοργίζεται. Ιδιαίτερα μάλιστα το σωτήριο έτος 1973».
Δεν είμαστε καθόλου σίγουροι πως κριτική επιτροπή και κοινό αποδοκίμασαν για τους ίδιους λόγους τις «Μεταμορφώσεις» του Γιάννη Κοκκόλη (φαίνεται πως ήταν διαφορετικά τα κριτήριά τους), είναι όμως σίγουρο πως η ταινία αδικήθηκε σφόδρα απ’ όλους. Και από την κριτική επιτροπή, και από τον Εξώστη, και από την διανομή και από το κοινό – καθώς την είδαν ελάχιστοι (15.180 εισιτήρια), όταν βγήκε στις αίθουσες, την επόμενη σεζόν 1974-75. Και γιατί την επόμενη; Μα γιατί η ταινία δεν κατόρθωσε να πάρει, επί χούντας, άδεια προβολής, αφού σύμφωνα με την Γ πρωτοβάθμια επιτροπή ελέγχου κινηματογραφικών ταινιών:
«Ολόκληρος η υπόθεσις του έργου μεταφέρει εις τον ελληνικόν χώρον, ξένον και απαράδεκτον δια την ελληνικήν πραγματικότητα τρόπον ζωής (νομαδικόν- χιππισμόν-μηδενισμόν) κατά τρόπον υποσκάπτοντα και υπονομεύοντα τα θεμέλια της υγιούς ελληνικής κοινωνίας».
Ήταν τελικά τόσο κακή ταινία η «Μεταμορφώσεις»; Κάθε άλλο! Απλώς ήταν μια ταινία διαφορετική, τελείως διαφορετική. Όχι μόνο σε σχέση με τον ελληνικό κινηματογράφο έως το 1973, αλλά έως και σήμερα. Καμία άλλη ελληνική ταινία δεν μπορεί να σταθεί δίπλα της, ούτε του greek weird cinema, ούτε κανενός άλλου είδους ή υποείδους.
Ο Γ. Κοκκόλης σκηνοθέτησε μία ταινία «αναρχική», μια ανελέητη σάτιρα του κοινωνικού καθωσπρεπισμού και της σιχαμερής σοβαροφάνειας. Επιχείρησε την σημαντικότερη φιλμική καταγραφή του ελληνικού χιππισμού, ο οποίος, μέχρι τότε, είχε περάσει στο σινεμά και στο θέατρο σαν φτηνή καρικατούρα («Ένας Χίππυς με Τσαρούχια», «Χίππιδες και Ντιρλαντάδες» κ.λπ.). Επένδυσε στον οίστρο και τον αυτοσχεδιασμό των πρωταγωνιστών του (Δώρα Σιτζάνη, Ρίτα Μπενσουσάν, Εύη Τριανταφύλλου, Μάρω Γραβλιώτου, Βαγγέλης Καζάν, Ηλίας Λογοθέτης κ.ά.) προκειμένου να πάρει απ’ αυτούς ερμηνείες έξω από τις νόρμες της συμβατικής αφήγησης.
Η ταινία βασικά δεν έχει αρχή και τέλος, καθώς κάθε σκηνή θα μπορούσε να μπει στη θέση μιας άλλης, δίχως να δημιουργείται κανένα κενό στην εξέλιξη και την κατανόηση της ιστορίας.
Ιστορία δεν υπάρχει εν τω μεταξύ. Υπάρχουν «επεισόδια», χαλαρά συνδεμένα, τα οποία προβάλλουν έναν ελευθεριακό τρόπο ζωής, που συμπεριλαμβάνει και τις ερωτικές σχέσεις εννοείται (πέρα και έξω από τα όρια ανοχής της εποχής), μαζί με μιαν ανάλογη και κάπως πριμιτίβ-ζωώδη διάθεση, που κονιορτοποιεί θεσμούς και εξουσίες –καθώς γελοιοποιείται η έννοια της οικογένειας, η πατριαρχία, ο ρόλος του προστάτη αδελφού, η έννοια της «τιμής», ο γάμος, ενώ βάλλονται το εκπαιδευτικό σύστημα, η αξία της εργασίας, οι πολιτικές θεωρίες, συμπεριλαμβανομένων του αριστερισμού και της τρομοκρατίας, που ήταν «σύμβολα» της εποχής κ.λπ.– προκρίνοντας το μόνο δυνατό στυλ, που δεν είναι άλλο από την σκέψη που υλοποιείται (όπως έλεγε και ο Ζαν Κοκτώ).
Το υποστηρίζει αυτό ξεκάθαρα η Μαργαρίτα (Δώρα Σιτζάνη), όταν την ακούμε κάποια στιγμή να λέει... «μονάχα η πράξη (μετράει)» και πως «κάθε πράξη έχει την ομορφιά της ακόμα και αν πρόκειται να τυφλώσεις κάποιον με τα ίδια σου τα χέρια... υπάρχει ομορφιά και δύναμη σ’ αυτό».
Παρά ταύτα ο άνθρωπος δεν θα μπορέσει τελικά να μεταρσιωθεί σε κάτι πέρα και πάνω από τη φύση του, γιατί είναι νομοτελειακά καταδικασμένος... «να ρουφιανεύει τέλεια... να κλέβει τέλεια... να πολεμάει πιο τέλεια... να πεθαίνει ακόμα πιο τέλεια... και να σαπίζει τελειότερα!», όπως ακούμε στο τέλος τον Σάκη (Ηλίας Λογοθέτης) να αναφωνεί μ’ έναν σαρκαστικό κυνισμό, ικανό να ρεφάρει τις όποιες απογοητεύσεις.
Στην ταινία, να το πούμε κι αυτό, δεν είναι απούσα η μουσική –η απελευθερωτική δύναμη του ροκ δηλαδή–, που άλλοτε ακούγεται, μέσα από τις επιλογές της Σοφίας Μιχαλίτση (που έφυγε πριν λίγες μέρες από την ζωή) και άλλοτε φαίνεται, κολλημένη στους τοίχους, μέσα από τα πόστερ των Frank Zappa, Cat Stevens, John Mayall, John Lennon κ.ά. Ανάμεσα και τα μέρη από τα παραδοσιακά «Καραγκούνα» και «Λεμονάκι», που ακούγονται σε χαρακτηριστικές σκηνές, στις διασκευές του Μίμη Πλέσσα και των Orbiters, από τον σπάνιο δίσκο “Greece Goes Modern” [Pan-Vox, 1967].
«Αιμιλία η Διεστραμμένη» (1974)
Σκ. Παύλος Παρασχάκης, σεν. Γιάννης Κοκκόλης
Κινούμενος στην παράδοση των ιταλικών gialli (Dario Argento, Mario Bava κ.ά.), ο Γιάννης Κοκκόλης, μετά τις «Μεταμορφώσεις», έχει έτοιμο το σενάριο της ταινίας «Αιμιλία η Διεστραμμένη», που σκηνοθέτησε εντελώς επίπεδα ο Παύλος Παρασχάκης, το 1974.
Η Αιμιλία (Γκιζέλα Ντάλι) διάγει διπλή ζωή. Την ημέρα παραδίδει μαθήματα πιάνου σε ορφανά παιδιά, αλλά τη νύχτα σκοτώνει πάνω στη ερωτική πράξη τους εφήμερους εραστές της, επειδή όταν ήταν μικρή είχε δει την μητέρα της να δολοφονείται από τον δικό της εραστή (Μανώλης Δεστούνης). Η Αιμιλία θα πληρώσει με το ίδιο νόμισμα τον δολοφόνο της μητέρας της, για να «θεραπευτεί» στη συνέχεια, όταν θα κάνει έρωτα με έναν κακοποιό (Δημήτρης Αρώνης). Τελικά, το πρωταγωνιστικό ζευγάρι θα δολοφονηθεί κι αυτό, πάνω στο κρεβάτι, από έναν άλλο κακοποιό, που είναι μπλεγμένος στην υπόθεση.
Άπειρα ψυχαναλυτικά σύμβολα παρελαύνουν στην οθόνη –μπορεί πρωτόλεια, ok, αλλά ας αναλογιστούμε και την εποχή–, που θα μπορούσε να στηρίξουν μία αρκετά ενδιαφέρουσα ταινία, αν η σκηνοθεσία ήταν διαφορετική.
Φοβερό το σάουντρακ, που ετοιμάζει ο επιμελητής Ζακ Μεναχέμ (μέχρι οι Σουηδοί Hansson & Karlsson ακούγονται!), ανεβάζει την «Αιμιλία η Διεστραμμένη» ένα επίπεδο.
«Πειραματόζωο» (1975)
Σκ. Γιάννης Κοκκόλης
Το «Πειραματόζωο» είναι η πιο αποσυνάγωγη ταινία του ελληνικού κινηματογράφου. Ένα πείραμα εκτός τόπου και χρόνου, που είχε προκαλέσει σοκ στην εποχή του. Όχι γιατί προβλήθηκε και τρόμαξε ο κόσμος –δεν προβλήθηκε πουθενά–, αλλά γιατί μαθεύτηκε τι ακριβώς είχε επιχειρήσει ο σκηνοθέτης, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί ο ίδιος στα δικαστήρια και να καταδικαστεί!
Δεν θα γράψουμε πολλά εδώ για το «Πειραματόζωο», επειδή το ήδη μακρύ αυτό κείμενο στον Γιάννη Κοκκόλη θα μακρύνει ακόμη περισσότερο. Θα φυλάξουμε λοιπόν, όλα εκείνα που έχουμε να πούμε, για μιαν επόμενη φορά, όταν θα αναφερθούμε διεξοδικά στην συγκεκριμένη ταινία – σ’ αυτόν τον σκοτεινό «θρύλο» του ελληνικού κινηματογράφου. Εν ολίγοις όμως...
Ο Γιάννης Κοκκόλης εικονοποιεί στο «Πειραματόζωο» τον Μεγάλο Αδελφό. Το «μάτι» που βλέπει τα πάντα, χωρίς να το ελέγχεις και χωρίς να το γνωρίζεις.
Δεκαετίες πριν το “The Truman Show” (1998) του Peter Weir και τα «παιγνίδια» τύπου Big Brother (που εξελίσσονταν όμως εν γνώσει των παικτών), ο Γ. Κοκκόλης στήνει ένα απερίγραπτο σκηνικό στην Αθήνα της Μεταπολίτευσης, κινηματογραφώντας κάποιον εν τη αγνοία του! Έτσι, ένας τυχαίος άνθρωπος γίνεται πρωταγωνιστής σ’ ένα φιλμ, στο οποίο ξετυλίγεται σε χρόνο πρώτο η αληθινή ζωή του – η οποία καθορίζεται εν πολλοίς από τις άγριες διαθέσεις του Μεγάλου Αδελφού!
Όταν ο ανυποψίαστος πολίτης θα ανακαλύψει, κάποια στιγμή, τι τελικά είχε συμβεί βρισκόταν ήδη σε δεινή ψυχολογική θέση, οπότε η αντίδρασή του –δια της νομίμου πλέον οδού– ήταν, οπωσδήποτε, αναπόφευκτη.
Οι θεατρικές σκηνοθεσίες του Γιάννη Κοκκόλη
Μέσα σ’ αυτό το σκηνικό, με τον ελληνικό κινηματογράφο συνολικά να βρίσκεται στην χειρότερη καμπή της ιστορίας του (λέμε για τα χρόνια 1975-1977), με τις πόρτες από παντού κλειστές, με την περιπέτεια του «Πειραματόζωου» και με τις δίκες και καταδίκες να επικρέμονται πάνω από το κεφάλι του, ο Γιάννης Κοκκόλης στρέφεται προς το θέατρο και για να εκφραστεί καλλιτεχνικά, μα και για να μπορέσει να επιβιώσει (προφανώς).
Τον Ιούλιο του 1976 ανεβαίνει στο θέατρο του Άλσους Κηφισιάς, από τον θίασο Πράσινη Αυλαία, το πασίγνωστο θεατρικό του Leonard Gershe «Οι Πεταλούδες Είναι Ελεύθερες», σε σκηνοθεσία Γιάννη Κοκκόλη, μετάφραση Μάριου Πλωρίτη και μουσική Σταύρου Ξαρχάκου.
Το έργο που αναφέρεται σε hippie προβληματισμούς είχε ανεβεί για πρώτη φορά στην Ελλάδα από τον θίασο Γιάννη Φέρτη – Ξένιας Καλογεροπούλου, το 1970, στο Θέατρο Αλάμπρα, σε σκηνοθεσία Κώστα Μπάκα και με μουσική του Γιάννη Σπανού, ενώ το 1972 είχε γίνει και ταινία (“Butterflies Are Free”) σε σκηνοθεσία του Ελληνοαμερικανού Milton Katselas (με Goldie Hawn, Edward Albert κ.ά.), που είχε προβληθεί με επιτυχία και στην Ελλάδα.
Αγαπημένο έργο, που ανεβαίνει συνεχώς (συνέβη και προσφάτως), το «Οι Πεταλούδες Είναι Ελεύθερες» γνώρισε επιτυχία και στην εκδοχή του Γιάννη Κοκκόλη, με τον σκηνοθέτη (και τον θίασο), όμως, να αντιμετωπίζει και πάλι πρόβλημα. Καθώς ο χώρος του θεάτρου ήταν ανοιχτός είχαν διαμαρτυρηθεί περίοικοι για διατάραξη της κοινής ησυχίας, με αποτέλεσμα η παράσταση να κατεβεί γρήγορα.
Αγαπημένο έργο, που ανεβαίνει συνεχώς (συνέβη και προσφάτως), το «Οι Πεταλούδες Είναι Ελεύθερες» γνώρισε επιτυχία και στην εκδοχή του Γιάννη Κοκκόλη, με τον σκηνοθέτη (και τον θίασο), όμως, να αντιμετωπίζει και πάλι πρόβλημα. Καθώς ο χώρος του θεάτρου ήταν ανοιχτός είχαν διαμαρτυρηθεί περίοικοι για διατάραξη της κοινής ησυχίας, με αποτέλεσμα η παράσταση να κατεβεί γρήγορα.
Το επόμενο θεατρικό, που σκηνοθετεί ο Γ. Κοκκόλης, ήταν το «Η Ηλικία της Νύχτας» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, που είχε ανεβεί για πρώτη φορά από το Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν, με μουσική Μάνου Χατζιδάκι, την σεζόν 1958-59. Το έργο ανεβαίνει στο Θέατρο Καλλιθέας από τον θίασο Οι Θεατρίνοι (σεζόν 1976-77). Όπως γράφει ο εκ των πρωταγωνιστών Πάνος Κατέρης:
«Η πρεμιέρα δόθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 1976 και η επίσημη στις 17. Παρόντες ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, ο δήμαρχος Καλλιθέας κ. Γάλλος, συγγενείς και φίλοι και κάποια εισιτήρια. Ήταν η μόνη βραδιά, που το θέατρο είχε τόσο κόσμο. Την επομένη κόψαμε έξι εισιτήρια. Το έργο άρεσε, άρεσε πάρα πολύ. Η παράστασή μας σύμφωνα με τον Καμπανέλλη και τους κριτικούς ήταν ένα διαμάντι.(...) Κι όμως ο κόσμος δεν ήρθε. Ο κόσμος προτιμούσε να πάρει την συγκοινωνία, να κατεβεί στην Αθήνα να δει μια παράσταση με τον ηθοποιό της αρεσκείας του, και το βράδυ να πάρει ταξί και να γυρίσει σπίτι του. Στο θέατρο που ήταν δίπλα στην πόρτα του και που ήξερε ότι θα δει κάτι καλό, δεν πήγαινε».
Μια ταινία μικρού μήκους και δύο ντοκιμαντέρ
Στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’80 ο Γιάννης Κοκκόλης σκηνοθετεί την μικρού μήκους ταινία «Μετοικεσία» (1982) και τα ντοκιμαντέρ «Μοναστηράκι» (1984) και «Λίθινο Χρονικό» (1985).
Όπως διαβάζουμε στο shortfilm.gr η «Μετοικεσία»... «αναφέρεται σε ένα γέρο μοναχικό και ανάπηρο, που ζει σε ένα φτωχικό δωμάτιο λαϊκής γειτονιάς». Η ταινία παίρνει μέρος στο 23ο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης (4-10 Οκτωβρίου 1982), λαμβάνοντας βραβείο «μικρού μήκους με υπόθεση».
Για το «Μοναστηράκι» το shortfilm.gr γράφει πως «η ταινία αναφέρεται στο Μοναστηράκι, αγορά της Αθήνας, από την Τουρκοκρατία έως σήμερα», ενώ για το «Λίθινο Χρονικό» σημειώνει πως «η ταινία αναφέρεται στα ανώνυμα χαράγματα σε μέλη ή τοίχους αρχαίων και βυζαντινών μνημείων, που οι άνθρωποι, της εποχής της Τουρκοκρατίας κυρίως, μας άφησαν».
«Εθελουσία Έξοδος» (1986)
Σκ. Γιάννης Κοκκόλης
Η «Εθελουσία Έξοδος» ήταν η τελευταία μεγάλου μήκους ταινία του Γιάννη Κοκκόλη. Ήταν έτοιμη το 1986 κι είχε προβληθεί στο πληροφοριακό τμήμα του 27ου Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου στην Θεσσαλονίκη (29 Σεπτεμβρίου – 5 Οκτωβρίου). Την ταινία την είχαμε δει στις αρχές της δεκαετίας του ’90, στην τηλεόραση, αλλά επειδή οι μνήμες είναι θολές ας αρκεστούμε σε όσα σημειώνει το retroDB:
«Ένας μεσόκοπος υπάλληλος (Ηλίας Λογοθέτης), χαμένος μέσα στο καφκικό σύστημα που υπηρετεί, αποφασίζει να αναμετρηθεί με το οικογενειακό και επαγγελματικό περιβάλλον του. Τα παρατάει, με ηρωικό τρόπο, κι αναχωρεί. Προαισθάνεται βέβαια ότι θα αποτύχει, παρ’ όλα αυτά όμως νιώθει ικανοποίηση, έστω και για λίγο, ξεφεύγοντας από τις πνιγηρές συμβάσεις, για να ζήσει την απόλυτη ελευθερία. Στις τελευταίες του στιγμές, ξαναφέρνει γύρω του τους ανθρώπους του στενού περιβάλλοντός του, προσπαθώντας να ξαναδεί τον εαυτό του μέσα από αυτούς».
Αυτό είναι το πρώτο όχι εντελώς πλήρες κείμενο (αφού λείπουν όλα τα βασικά στοιχεία από το «Πειραματόζωο»), που γράφεται για το έργο του Γιάννη Κοκκόλη – για τον οποίον δεν υπήρχε, έως σήμερα, ούτε φωτογραφία στο δίκτυο.
Ελπίζουμε, κάποια στιγμή, να συγκεντρωθούν οι ταινίες, αυτού του σφόδρα υποτιμημένου δημιουργού, και αφού τους γίνει η πρέπουσα επεξεργασία και αποκατάσταση, να προβληθούν κάπου όλες μαζί, ώστε να διακριβωθεί στο μέτρο του δυνατού, και απ’ όποιους τέλος πάντων, η προσφορά του στον ελληνικό κινηματογράφο.