Οι Ρέππας-Παπαθανασίου επανέρχονται με ένα φορτωμένο και φιλόδοξο σχέδιο, μια πικρή κωμωδία με πολύ γέλιο που φέρει αναντίρρητα την υπογραφή τους. Όσο κι αν φαίνεται πως το μόνο τους ατού είναι το σενάριο (το μεγάλο τους ατού είναι όντως το σενάριο, ο λόγος), έχουν καταφέρει μετά από τρεις ταινίες να έχουν σκηνοθετικό στίγμα. Αυτό δεν σημαίνει πως είναι άψογοι και πρωτότυποι ως σκηνοθέτες, αλλά ότι αφήνουν να διαφανεί ένα στυλ που είναι αναγνωρίσιμο και καθαρά δικό τους - κάποια άτσαλα περάσματά τους προδίδουν διαφορά φάσης στην γραπτή από την οπτική αφήγηση, με αρωγό την άνιση παραγωγή. Το ύφος αυτό υπαγορεύεται από τις πολλαπλές αναφορές, τις θεματικές αντιπαραθέσεις, την αμφίβολη και μάταιη μάχη του παλιού με τον νεωτερισμό, τη χρήση πολυπρόσωπου επιτελείου ηθοποιών και τη συνεπακόλουθη εφαρμογή του στο στόρι. Στις κωμωδίες τους υπάρχει αγάπη και σεβασμός για το υλικό τους αλλά κι ένας αυτόματος στοχασμός για τη σημασία του.
Οι Ρέππας-Παπαθανασίου έχουν εγγεγραμμένη στο DNA τους την πληροφορία του σεναρίου και τη σημειολογία του, κάνοντας υποδειγματικό ντεκουπάζ. Στη διαδικασία του μοντάζ δείχνουν και πάλι να βιάζονται αδικαιολόγητα, λες και κάποιος τους κυνηγάει να απαγγείλουν απνευστί μια ιστορία με μπόλικο ζουμί (μήπως λειτουργεί το άγχος των θεατρικών συγγραφέων που φοβούνται μήπως αργήσει το αστείο από τη σκηνή στη διαδρομή προς το κοινό;). Και ο Μπίλι Γουάιλντερ κυνηγούσε το γέλιο σαν τρελός, αλλά δεν τον έπιανε πανικός αν έκανε στάση για να πάρει τις απαραίτητες ανάσες η ταινία του - και ευτυχώς, φρέναρε συχνά.
Το Αυστηρώς Κατάλληλο μοιάζει χοντρικά με το Safe Sexστη δομή, αλλά είναι καλύτερο για ένα λόγο: Ενώ η μεγάλη εμπορική επιτυχία εξέταζε τις ερωτικές διαθέσεις και σχέσεις αποτυγχάνοντας στο λειτουργικό πάντρεμα των χαρακτήρων με αυτές, τοΑυστηρώς Κατάλληλο διατηρεί την αυτοσυγκέντρωσή του και πετυχαίνει το στόχο του. Δηλαδή να παντρέψει τρεις πλοκές, εξού και το φιλόδοξο του εγχειρήματος. Η βασική είναι η περιπέτεια δυο νέων σκηνοθετών να βρουν την επιχορήγηση για να γυρίσουν την ταινία που οραματίζονται, το Τέλος του Πάθους, με θέμα τους τραγικούς έρωτες της Μαντάμ Μποβαρί, της Φαίδρας και της Άννας Καρένινα. Η δεύτερη είναι η επίπτωση της επιθυμίας τους: Εκεί που όλοι τους ζητούν κάτι εμπορικό σε στυλ Safe Sex, βρίσκουν τελικά τα χρήματα από έναν αετονύχη παραγωγό των ‘70s που γυρίζει με το ίδιο συνεργείο μια μεγαλεπήβολη τσόντα, στα ίδια σκηνικά και με την ίδια πρωταγωνίστρια, την υποκριτικά άπειρη γκόμενά του. Η τρίτη αφορά τις σχέσεις όλων των συντελεστών. Οι σκηνοθέτες γρήγορα διαφωνούν και δείχνουν πόσο διαφορετική αντίληψη έχουν για το σινεμά. Γύρω απ' αυτούς παλίνδρομοι έρωτες, ιλαροτραγικά πάθη και μικροπρεπή κουτσομπολιά επηρεάζονται εκλεκτικά από τον Τολστόι, τον Μπαλζάκ, τον Ευριπίδη και την πορνό νοοτροπία, ένα κοκτέιλ λαϊκότητας και πόζας που είναι απολαυστικό και δαιμονιώδες, όπως και η ιδέα της ίδιας της ταινίας.
Ξεκινώντας από το τελευταίο, τις σχέσεις και την εφαρμογή τους στο πανί, οι Ρέππας-Παπαθανασίου αποδεικνύουν πόσο ικανοί είναι στη διαχείριση των ηθοποιών, παίζοντας περίτεχνα με το μέγεθος του καθενός από αυτούς, την αντίληψη του κοινού για την εικόνα τους αλλά και τις πραγματικές δυνατότητές τους, όπως μόνο εκείνοι γνωρίζουν, έχοντας τόσα χρόνια δουλέψει μαζί τους ή γνωρίζοντας το χώρο απέξω κι ανακατωτά. Οι περισσότεροι ηθοποιοί, σε εκτεταμένο ρόλο ή απλό πέρασμα (όπως ο έξαλλος, απατημένος Παπαματθαίου ή η αλκοολική λεσβία μοντέζ Παναγιωτοπούλου), είναι καταπληκτικοί: η Δήμητρα Στογιάννη αναλαμβάνει ένα δύσκολο ρόλο και αποκαλύπτει τις δύο όψεις της υπολογισμένης συμπεριφοράς μιας μετα-αρτίστας. Ο Αλέξανδρος Αντωνόπουλος είναι σπουδαίος ηθοποιός με αξεπέραστο κωμικό συγχρονισμό και διακύμανση εκφοράς για βραβείο, ξεμπροστιάζοντας ένα ματαιόδοξο καμποτίνο. Η Μαρία Κατσανδρή, φίδι κολοβό, η επιτομή της χαμηλόφωνης bitchy θεατρίνας που γερνάει σπέρνοντας φήμες δεξιά κι αριστερά.
Κι επειδή ο κατάλογος είναι μακρύς και δεν είναι πρόθεσή μου να κάνω κριτική αλά θεατρικά, με την καθιερωμένη μνεία σε όλους τους συντελεστές στο φινάλε, θα προσθέσω πως κατά βάση το Αυστηρώς Κατάλληλο είναι μια κινηματογραφική εξομολόγηση, ένα έργο που λέει πως η οργανωμένη θεωρία ενός καλλιτεχνήματος είναι μια μπούρδα και μισή, η πεποίθηση πως η αλλοπρόσαλλη ανθρώπινη φύση είναι το μόνο βάλσαμο για τις ανυπέρβλητες δυσκολίες μιας δουλειάς που συλλαμβάνεται σαν love child και γεννιέται αργά και βίαια σε έναν άδικο και σκληρό κόσμο, σαν ελληνικό μελόδραμα εποχής. Η συνέχεια στο Pulp Fiction.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0