Η Μπέκα και ο Χάουι Κορμπέτ ζουν αρμονικά ώσπου χάνουν τον μικρό τους γιο από απροσεξία ενός έφηβου οδηγού (τον υποδύεται αταλάντευτα ο Μάιλς Τέλερ). Ούτε η συμπαράσταση των συγγενών, με δεδομένο πως η μάνα της Μπέκα έχει χάσει έναν γιο από ναρκωτικά, ούτε και οι προσπάθειες που κάνουν μεταξύ τους στέκονται ικανές να ανατρέψουν την ανισορροπία στο γάμο τους. Χωρίς κίνητρο και ουσιαστική διάθεση για ζωή, η Μπέκα είναι αφηρημένη, αποκομμένη από το συναίσθημα, κλεισμένη στον εαυτό της, με διαλείμματα κοινωνικότητας. Ο Χάουι φαίνεται πιο δραστήριος, και μάλιστα είναι εκείνος που την παρακινεί να παρακολουθήσουν συνεδρίες για ζευγάρια που αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της απώλειας ενός παιδιού.

Η Μπέκα ξυπνάει από τον λήθαργό της όταν αρχίζει να παρακολουθεί τον εξ αμελείας δράστη, τον μοιραίο οδηγό, που τη μέρα που το παιδάκι πετάχτηκε από τον κήπο κυνηγώντας τον σκύλο τους βρέθηκε στον δρόμο του και του έκοψε το νήμα της ζωής. Οι συναντήσεις τους είναι το ατού μιας ταινίας που ο Τζον Κάμερον Μίτσελ, ο εκρηκτικός και παθιασμένος σκηνοθέτης του Χέντβιγκ και του Shortbus, παραδόξως σκηνοθετεί επίπεδα, ως και ψυχρά. Ενώ είναι director εγνωσμένης αξίας, εδώ γίνεται αυτό που λένε οι Γάλλοι metteur en scene.

Ο Τζέισον είναι ένας λαβωμένος νέος, αμήχανος, που συναντά χωρίς να το θέλει το στοιχειό της σύντομης ζωής του, ανήμπορος αρχικά να εκφράσει τα συναισθήματά του αλλά βαθιά μετανιωμένος ώστε να εννοεί τα συλλυπητήρια που από το στόμα των υπολοίπων ακούγονται τυπικά και επώδυνα στ' αυτιά της Μπέκα. Η μητέρα του χαμένου παιδιού είναι μια θεωρητική απειλή για τον Τζέισον, ο οποίος δεν είναι σε θέση να ψυχολογήσει τις αντιδράσεις της ούτε και τις προθέσεις που την οδήγησαν σε αυτόν. Σε μια ανατροπή της αφασικής, αρνητικής πρόσφατης παρουσίας της στο σινεμά, η Νικόλ Κίντμαν δείχνει αυτό που μπορεί να κάνει αρκετά καλά, δηλαδή να αποκαλύπτει σταδιακά μια προσωπικότητα θαμμένη πίσω από ένα συγκεκριμένο στήσιμο - κάτι που υποδύθηκε σε βαθμό τελειότητας στις Ώρες.

Το σμιλεμένο της πρόσωπο επιτέλους σαλεύει κι επειδή δεν γίνεται, τουλάχιστον στη φάση που διανύει, να φτάσει στο φουλ της έκφρασής της, τα βλέμματά της, επίμονα όταν παρατηρεί τη συστολή του Τζέισον, κλεφτά όποτε αντιλαμβάνεται τον οίκτο των οικείων της, υπονοούν το ειδικό βάρος της κατάστασής της. Ευτυχώς που η ματιά της έχει βάθος, γιατί το πρόσωπό της δεν έχει πλέον ιστορία, γενναιόδωρα σημάδια με τα οποία μπορεί να ασχοληθεί ο θεατής. Μετά τη Γέννηση, δείχνει πως μπορεί, ωστόσο, να αναπτύξει μια ενδιαφέρουσα, παράτυπη κινηματογραφική σύνδεση με ενηλίκους.