Ο Μάικλ Ντάγκλας βραβεύτηκε με Έμυ (καθώς η ταινία γυρίστηκε για λογαριασμού του καλωδιακού τηλεοπτικού καναλιού HBO) για το ρόλο του Λιμπεράτσε, του εμιγκρέ που ξεκίνησε ως παιδί-θαύμα στο πιάνο και εξελίχθηκε σε φανταχτερό σταρ της πίστας, με εκκεντρικές εμφανίσεις και εξεζητημένο τρόπο ζωής, πέρα από τα όρια του κιτς, σαν αφελής αναχρονισμός που σε άφηνε άφωνο με την ολόψυχη υπερβολή του . Αν και δεν το παραδέχτηκε ποτέ (για να μην ξενίσει τους συντηρητικούς θαυμαστές του) ο Λι ήταν ομοφυλόφιλος, όπως μας πληροφόρησε, ανάμεσα σε άλλους, ο μεγάλος του έρωτας, ένα απλό αγροτόπαιδο που έζησε χρόνια δίπλα του ή στη σκιά του, και αποφάσισε να τα πει όλα, ακόμη και το πως πέθανε από AIDS ο σταρ του Λας Βέγκας, και κυρίως πόσο άσχημα του φέρθηκε όταν τον βαρέθηκε και πόθησε άλλα αγόρια και πιο ακραίες περιπέτειες. Ο Σόντερμπεργκ δεν εγκαταλείπει τη συνηθισμένη του απόσταση από το συναίσθημα, ίσως γιατί έτσι θα εισχωρήσει αντικειμενικότερα, συνεπώς βαθύτερα(;) στην ψυχή των ηρώων. Αμφιβάλλω: το Behind the Candelabra (που σημαίνει "Πίσω από το Κηροπήγιο", το σήμα κατατεθέν του Λιμπεράτσε, που κοσμούσε το πιάνο του και συμβόλιζε το πνεύμα των σαλονάτων μουσικών διασκευών σε κλασσικά κομμάτια που επιχειρούσε με δεξιοτεχνία αλλά και απερισκεψία), είναι μια ψυχρή παρατήρηση μιας θερμής σχέσης, που είχε το μπόνους παράδοξο πως ο Λιμπεράτσε προσπαθούσε να πείσει τον Σκοτ Θόρσον πως τον βλέπει σαν αδελφό του και ο Θόρσον δεν ήθελε να κάνει παθητικό σεξ γιατί πίστευε πως δεν είναι ακριβώς ομοφυλόφιλος! Αυτήν το συναισθηματικά ανάπηρο, άρα και καταδικασμένο πάντρεμα, ενδεικτικό της υποκρισίας της εποχής και των προκαταλήψεων που κόντραραν την ελευθεριότητα των 70ς, στήνεται περίφημα από τον έξοχο τεχνίτη Σόντερμπεργκ, και φαίνεται να περιγράφεται άψυχα και διακοσμητικά. Οξυδέρκεια στη σύλληψη και την ιδέα της προσέγγισης, αόρατος επαγγελματισμός στην ανάπτυξη. Κάποιες λεπτομέρειες ωραίες, η επίγευση όμως ανολοκλήρωτη.