Η ιδέα για μια ιστορία στην οποία ένας επιμελητής εκδόσεων βρίσκεται πλάι στον Φιτζέραλντ, στον Χέμινγουεϊ και στον Τόμας Γουλφ και αποκαλείται εκείνος genius δεν είναι λάθος. Άλλωστε, μεταξύ άλλων, βρήκε σε αυτούς το κάτι διαφορετικό ανάμεσα στα αμέτρητα κείμενα που διάβαζε καθημερινά και κατάφερε, όπως γεμάτος μετριοφροσύνη λέει και ο Φερθ που τον υποδύεται, να μετατρέψει έναν χείμαρρο από λέξεις σε ένα αξιοπρεπές προϊόν για αξιοπρεπείς και μορφωμένους αναγνώστες. Είναι και μια περίπτωση ενδιαφέρουσας σύνδεσης με την κινηματογραφική σκηνοθεσία, αφού ο σκηνοθέτης υποχρεούται να κολλήσει ασύνδετα πλάνα για να διηγηθεί μια ιστορία. Ο Γκράντατζ, πάντως, εδώ αποδεικνύεται επιμελητής που ξέρει τους κανόνες της εμπορικότητας, αλλά δεν προσθέτει ούτε ένα πλάνο παραπάνω που θα παρεξέκλινε από τους κανόνες της ασφάλειας. Εκεί που, σε έναν από τους συνεχείς διαλόγους του με τον Γουλφ (ένας Τζουντ Λο που δεν αποφεύγει την παγίδα της καρικατούρας), ο Μαξ αναρωτιέται αν τελικά η δουλειά του επιμελητή φτιάχνει ή καταστρέφει αριστουργήματα, αν η θέσπιση δηλαδή συγκεκριμένων κανόνων που φλερτάρουν με την εμπορικότητα έχει διώξει συγγραφικούς θησαυρούς, ο σκηνοθέτης σφυρίζει αδιάφορα, προσθέτει φίλτρα νοσταλγίας και μελαγχολική μουσική ως δραματική υπόκρουση, θεωρώντας πως, αν έχεις για ήρωες κλασικούς συγγραφείς που συνομιλούν με έναν genius για τη δημιουργική διαδικασία, αυτό είναι υπεραρκετό για να δώσει πνοή και νόημα στην ιστορία.