Αριστοτεχνικό, λιτό και δυναμικό ντεμπούτο του Στιβ Μακουίν (καμία σχέση) με το χρονικό του Μπόμπι Σαντς, μέλους του Ιρλανδικού Απελευθερωτικού Στρατού, που πέθανε το 1981 μετά από 66 μέρες απεργίας πείνας στις βρετανικές φυλακές. Σπάνια βλέπουμε τόση σιγουριά σε πρωτάρη, και ο Βρετανός σκηνοθέτης μοιράζει τη βία με το στοχασμό σε ίσες και, όσο είναι ανθρωπίνως δυνατόν, δίκαιες δόσεις. Ξεκινάει με την απαρχή της διαμαρτυρίας στις φυλακές Maze και την κατάλυση των πολιτικών δικαιωμάτων των κρατουμένων, σταματάει τη σωματικότητα με ένα εντελώς θεατρικό 20λεπτο ιντερλούδιο ακίνητης κάμερας και συνεχούς λόγου, όπου ο Σαντς εξηγεί την προαποφασισμένη φιλοσοφία του στον «πνευματικό» του, και τελειώνει με τη σφοδρή, τελετουργική αποδόμηση ενός ζωντανού νεκρού, που βλέπει το τέλος που έχει επιλέξει για τον εαυτό του, με τη θλιμμένη συμπαράσταση των δικών του. Ένα δράμα σε τρεις πράξεις. Η φωνή της Θάτσερ και ο φόνος ενός δεσμοφύλακα στο σπίτι της μάνας του λειτουργούν ως παραθέσεις του Μακουίν από την άλλη όχθη, σε έναν πόλεμο που έχει ιδεολογική βάση, βρώμικα όπλα και ματωμένα χέρια.

Η ταινία είναι πορτρέτο και ιστορική ταινία μαζί, ένα χρονικό που δεν διστάζει να βάλει το θεατή στα σκατά για να δοκιμάσει τη δύναμη της σύγκρουσης. Ίσως σοκάρει για την πολιτική συμπάθεια και τη ρεαλιστική γλαφυρότητα - ανάλογα με τη χώρα, φαντάζομαι, η αντίληψη της ωμότητας παίρνει και διαφορετική διάσταση από το περιεχόμενο. Προσωπικά το είδα ως μια γυμνή ταινία, περίτεχνα φτιαγμένη, για την επίπτωση μιας μεγάλης απόφασης με όλες τις τύψεις και τις αδυναμίες που ενέχει. Έχει ανθρώπινη και πολιτική όψη και προκαλεί σκέψη. Βοηθιέται αφάνταστα από την αυτοσυγκέντρωση του πρωταγωνιστή Φασμπέντερ και την άνεση του τρομερού Λίαμ Κάνιγχαμ στο ρόλο του ιερέα.