Αυτοβιογραφική και δαιδαλώδης, η Διαθήκη του Ορφέα ολοκληρώνει την Ορφική Τριλογία που ο Κοκτό ξεκίνησε το 1930 με το Αίμα του Ποιητή και συνέχισε το 1950 με τον Ορφέα, με την ακράδαντη πίστη του σε ένα έργο που αψηφά τη στεγνή λογική. Καθώς αδυνατούσε να βρει οικονομικούς πόρους, ο Φρανσουά Τριφό του έδωσε τα χρήματα που κέρδισε από τα έπαθλα του φιλμ του 400 Χτυπήματα για να τη γυρίσει. Ο Ζαν Πιέρ Λεό, ως μαθητής, εμφανίζεται στην πρώτη σκηνή, και σε διάφορα σημεία της ταινίας βλέπουμε φίλους του δημιουργού, τον Πικάσο, τον Αζναβούρ, τον Ζαν Μαρέ και τον Γιουλ Μπρίνερ, να κάνουν cameos, δηλωτικά της υποστήριξής τους σε έναν άνθρωπο που κατάφερε να διχάσει την κοινή γνώμη από την αρχή. Τι ήταν τελικά ο Κοκτό; Ένας γνήσιος καλλιτέχνης που συνεχώς δοκίμαζε διαφορετικά εργαλεία έκφρασης, ή ένας poseur που πετάριζε στην υψηλή κοινωνία και τους καλλιτεχνικούς κύκλους, διαφημίζοντας το πνεύμα του, αποζητώντας το χειροκρότημα και, by the way, πασπαλίζοντας τον κόσμο με στίχους, ζωγραφιές, εικόνες και αποφθέγματα;

Η αλήθεια είναι πως ο Κοκτό ήταν και ιμπρεσάριος του εαυτού του, ένα τιμημένο «προϊόν», αποδεκτό από μεγάλη μερίδα του ακαδημαϊκού status quo της εποχής, επίτιμος πρόεδρος του Φεστιβάλ Καννών και μέλος της Ακαδημίας, ένας πολύπλευρος και ασταμάτητος αναγεννησιακός άνθρωπος που θεωρούσε πως ήταν πάνω απ' όλα ποιητής. Σχεδόν μεταφυσικά, βάφτισε το κύκνειο άσμα του «διαθήκη», και πραγματικά, τον βλέπουμε να επισκέπτεται το παρελθόν του, ενσαρκώνοντας έναν ποιητή του 18ου αιώνα, αφού πρώτα έχει εισαγάγει τον θεατή στην κοσμοθεωρία του: «Είναι προνόμιο του κινηματογράφου να μπορεί να επιτρέπει σε έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων να ονειρεύεται το ίδιο όνειρο και επιπλέον να μας δείχνει τις οπτικές παραισθήσεις της μη πραγματικότητας με την αυστηρότητα του ρεαλισμού. Εν ολίγοις, είναι ένα αξιοθαύμαστο όχημα για την ποίηση. Η ταινία μου δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια παράσταση στριπτίζ, αποτελούμενη από μετακινήσεις του κορμιού μου σιγά-σιγά μέχρι να αποκαλυφθεί η ψυχή μου τελείως γυμνή». Παρακάμπτοντας τα στενά πλαίσια του χρόνου, ταξιδεύει με μια απλή σεναριακή πρόφαση, με τη βοήθεια του alter ego του (τον υποδύεται ο εραστής του, ηθοποιός Εντουάρ Ντερμίτ, στον ρόλο του Σεζέστ, τον οποίο ο Κοκτό ακολουθεί με ένα κράμα δέους και μοιρολατρίας). Ο Κοκτό, που μας αποκαλύπτει την ταυτότητά του καθώς και πράγματα που σημάδεψαν το έργο του, βρίσκεται κατηγορούμενος και η πριγκίπισσα-θάνατος τον κηρύσσει ένοχο αθωότητας και τον καταδικάζει να ζήσει. Αντίθετα, οι θεοί δεν του έχουν εμπιστοσύνη και τον τρυπάνε με ένα δόρυ, σε ένα φινάλε που θυμίζει τις σουρεαλιστικές του επινοήσεις. Ο ποιητής είναι νεκρός (αν και πάντα, σύμφωνα με τον Κοκτό, ο ποιητής ή είναι νεκρός, ή τον παριστάνει, στις επισκέψεις του στον κόσμο των νεκρών μέσα από τα ποιήματα του), και θάβεται τελετουργικά, σε αυτό που ο Κοκτό φοβόταν πως θα ήταν μια βαρετή αιωνιότητα.

Ανάμεσα στην προσπάθειά του να δομήσει επαρκώς μια διαδρομή στον χώρο και τον χρόνο, να αυτοβιογραφηθεί με ειλικρίνεια και ένα πνευματώδες χιούμορ και να χωρέσει τα νοήματα και τις ανησυχίες του, ο Κοκτό χάνει την οικονομία, στο μέτρο που η Διαθήκη του Ορφέα είναι μια μακροσκελής και μπερδεμένη εξίσωση θεάτρου, κινηματογράφου, γλυπτικής, ποίησης και λογοτεχνίας. Ο τρόπος που αντιλαμβάνεται το όνειρο της ζωής δεν είναι παρά το όραμα και οι ιδέες του. Η μείξη του κοσμικού (mondain) και του υπερφυσικού, η παρεμβολή των φίλων και κάποιων γεγονότων που συνέβησαν πραγματικά, τα σύμβολα και η αγάπη του για τις κινηματογραφικές δυνατότητες φτιάχνουν μια θαρραλέα ταινία, παρά τις υπερβολές και τις ξεπερασμένες συνδέσεις. Μερικές εικόνες του, ωστόσο, όπως τα αγάλματα και τα σκίτσα του, ισχυρές χωρίς λόγια και θεατρικότητες, ξεχωρίζουν και παραπέμπουν απευθείας στο έργο και την οπτική του φρασεολογία - αυθύπαρκτα ντοκουμέντα της ζωηρής του αγάπης για την κλασική ομορφιά σε έναν κόσμο με αναπάντητα ερωτήματα.