Κομμουνιστικό μελό, φτιαγμένο με άρτια αφέλεια και παλιομοδίτικη υπερβολή, που ωστόσο βραβεύτηκε στα διεθνή φεστιβάλ της Κωνσταντινούπολης και της Άγκυρας. Στην κωμόπολη Αντιγιαμάν οι πλανόδιοι μουσικοί χάνουν τη δουλειά τους εξαιτίας της απαγόρευσης της κυκλοφορίας και καταλήγουν στη φυλακή. Ο στρατιωτικός διοικητής της περιοχής τους ελευθερώνει και τους αναθέτει να φτιάξουν μια «ορχήστρα σύγχρονης μουσικής». Και οι αυτοδίδακτοι μουσικοί γίνονται σιγά σιγά μέλη στρατιωτικής ορχήστρας συμμετέχοντας με εμβατήρια στον επετειακό εορτασμό του πραξικοπήματος της 12ης Σεπτεμβρίου. Αυτό όμως δεν θα περάσει. Ο νεαρός κομμουνιστής Χαϊντάρ μαθαίνει στην κόρη του μαέστρου της ορχήστρας και βιολιστή τη Διεθνή. Η Γκιλεντάν την ηχογραφεί και ο πατέρας της ενθουσιασμένος προτείνει στα υπόλοιπα μέλη της ορχήστρας το συγκεκριμένο κομμάτι για την ημέρα της επετείου. Με τη συγκατάθεση του στρατιωτικού διοικητή, η Διεθνής γίνεται, εν αγνοία του, το εμβατήριο του πραξικοπήματος.

Στον αντίποδα του καθαρά πολιτικού σινεμά του Γκιουνέι, η προσέγγιση των σκηνοθετών Εντέρ και Γκιουλμέζ είναι αφηγηματική και πολυπρόσωπη. Η ειρωνεία που επιδιώκουν επιστρέφει ως μπούμερανγκ. Η απλοϊκή διαμόρφωση της πολιτικής συνείδησης της κοπέλας και του μάρτυρα πατέρα μέσα από την αφύπνιση του ορμητικού φοιτητή που πολεμάει την καταπίεση από τους βάρβαρους χουνταίους αποδυναμώνει το μέγεθος της «πάλης» και το περιορίζει σε ένα φωτορομάντζο. Πάρτε το ανάποδα: Αν ήταν δεξιό το περιεχόμενο της ταινίας, αντί για βραβεία κριτικών θα είχε εισπράξει μπαγιάτικες ντομάτες. Πού είσαι Γαβρά...