Στα πρώτα 40 λεπτά του τρυφερού, εξαιρετικά ανθρώπινου κοινωνικού της δράματος, η Ισιάρ Μπολάιν μεταφέρει στην οθόνη τις ταραγμένες (και διαταραγμένες) σχέσεις μιας οικογένειας σε ένα όμορφο χωριό στην ανατολική ακτή της Ισπανίας, με αφορμή την άρνηση του γηραιού πάτερ-φαμίλια να επικοινωνήσει – δεν μιλάει εδώ και καιρό, πλέον δεν τρώει και δεν δείχνει διάθεση να ζήσει. Η αιτία είναι ο συμβολικός και κυριολεκτικός ξεριζωμός ενός τεράστιου ελαιόδεντρου δύο χιλιάδων ετών, χρόνια πριν, για να αντικατασταθεί από ένα φαλιρισμένο παραλιακό μπαρ και ένα εκτροφείο με κοτόπουλα που απλώς θυμίζουν κακές επιχειρηματικές αποφάσεις και εντείνουν μια συσσωρευμένη πικρία. Αποκαρδιωμένη από το μαράζι του παππού της, η παρορμητική και ευαίσθητη εγγονή του, η Άλμπα (υπέροχη η Άννα Καστίγιο), δεν συμβιβάζεται με το τέλος και επινοεί μια ιστορία για να πείσει τον θερμοκέφαλο θείο της και έναν νέο άνδρα που τη συμπαθεί και την καταλαβαίνει να βρουν το δέντρο που έχει εντοπίσει στο Ντίσελντορφ και να το φορτώσουν σ' ένα φορτηγό για να ξαναβρεί το ονειρικό σημείο αναφοράς των παιδικών της χρόνων και να ζωντανέψει τον παππού της. Την υπόλοιπη ώρα, η Ελιά μετατρέπεται σε ένα road movie με συγκινητικές διακυμάνσεις και ταυτόχρονα ένα διακριτικό σχόλιο για τη γέφυρα της ανατροπής του αδιέξοδου παρόντος με τον σεβασμό στο παρελθόν. Και παρότι ο μέντορας της Μπολάιν και του σεναριογράφου της Πολ Λάβερτι είναι ο Κεν Λόουτς (έχει παίξει στο Γη κι Ελευθερία και έχει γράψει ένα βιβλίο για τον Βρετανό σκηνοθέτη), η επιρροή του αποδίδεται με απόχρωση και όχι με μίμηση – μια άλλη εκλεκτική συγγένεια της ταινίας είναι ο Βίκτορ Ερίθε, ειδικά στις σκηνές στα δέντρα και στον συσχετισμό της ανθρώπινης μνήμης με τη φύση. Με μια εκρηκτική, ρομαντική αλλά πρακτική ηρωίδα στο επίκεντρο, η Ελιά πραγματεύεται την ελπίδα για ένα καλύτερο καλύτερο αύριο, ξεπερνώντας με χιούμορ τα εύκολα διλήμματα (οι περήφανοι Ισπανοί απέναντι στους κατακτητές Γερμανούς, οι φτωχοί μάγκες κόντρα στους δόλιους τεχνοκράτες, η καλή γενιά και η ντροπιαστική γενιά που ξεπούλησε τα «άγια» χώματα), επιλέγοντας αντ' αυτών μια πειστική επανατοποθέτηση των μελών της οικογένειας σε μια βάση ειλικρίνειας και εκτίμησης, χωρίς περιττούς συναισθηματισμούς και με ελάχιστες παρεκκλίσεις από το «ταξίδι». Μια γήινη, αυθεντική συγκίνηση από το ισπανικό σινεμά που έχει εδώ και καιρό απομακρυνθεί από την απλή και ουσιαστική αφήγηση.