Ένα νορβηγικό best seller μετατρέπεται σε μια άκρως ψυχαγωγική εκδοχή σκανδιναβικού νουάρ, που δεν παίρνει τον εαυτό του και πολύ σοβαρά, πετυχαίνοντας από νωρίς την πλήρη διαφοροποίησή του από την τριλογία του Στιγκ Λάρσον, εμβολιάζοντας παράλληλα την πλοκή με έναν τόνο σαρκασμού, αμοραλιστικής νοσηρότητας και μαύρης κωμωδίας. Εκεί έγκειται η βασική διαφορά από το Κορίτσι με το τατουάζ: ο Ρότζερ, αντίθετα με τη Λίζμπεθ Σαλάντερ, που ψάχνει το λυτρωτικό Καλό σε έναν κόσμο που της έκανε κακό, είναι ένας μοντέρνος απατεωνίσκος, κομπλεξικός με το ύψος του, εκδικητικός με την κοινωνία, καχύποπτος και μοχθηρός, σαν να φοβάται το συναίσθημα γιατί θα πέσει να τον πλακώσει ή να τον κοντύνει κι άλλο, αν θέλετε. Η σύζυγός του είναι όμορφη και ψηλή και η Νέμεσίς του είναι ένας πιθανός ερωτικός ανταγωνιστής, όμορφος και φυσικά ψηλός. Τα φαρσικά στοιχεία και οι απανωτές συμπτώσεις δεν εμποδίζουν τη μετάφραση της πυκνής πλοκής της φιξιόν του Νέσμπο σ’ ένα σφιχτό θρίλερ με καταδίωξη και αίμα, ευφάνταστο σε αιφνιδιαστικές καταστάσεις και φαινομενικά άλυτα αδιέξοδα. Εδώ δεν υπάρχουν ναζί με σκοτεινό παρελθόν και μια κοινωνία που δεν προνοεί για τα παραμελημένα ή τα προβληματικά παιδιά της, παρά μόνο ο ανελέητος νόμος της αγοράς που υπηρετεί ο Κυνηγός Κεφαλών, δηλαδή ο στρατολόγος διευθυντικών στελεχών, ώσπου βρίσκει τον δάσκαλό του και ψάχνει με αγωνία τους συμμάχους του. Κανένας δεν μπορεί να προστατέψει τον ανασφαλή Ρότζερ, ο οποίος κλέβει πίνακες για να βγάλει χρήματα και να ικανοποιήσει τις υποτιθέμενες ανάγκες της συζύγου του, παρά μόνο ο εαυτός του, γι’ αυτό και επιστρατεύει τεχνικές επιβίωσης που ούτε και ο ίδιος δεν θα φανταζόταν. Η επιλογή του Άλεξ Χένι είναι πέρα για πέρα πειστική.