Απαλλαγμένος από την ευχή και την κατάρα της Ψυχρής Καταδίωξης, δηλαδή το επιτυχημένο πρωτότυπο και την πιστή αγγλόφωνη διασκευή που ο ίδιος σκηνοθέτης, ο Χανς Πέτερ Μόλαντ, συνέλαβε και έφερε σε πέρας και στις δύο, εγγενώς σκανδιναβικού ύφους εκδοχές, ο Νορβηγός δημιουργός προχωρά σε μια φιλόδοξη μεταφορά ενός μυθιστορήματος του Περ Πέτερσεν.

 

Ο Κλέφτης Αλόγων διατρέχει δεκαετίες και γενιές, προσωπικές στιγμές και ιστορικά γεγονότα και χωρίς να διακατέχεται από το άγχος και τον στόμφο του έπους, εκλύει δράμα βαθύ και τραύμα σκληρό, βγαλμένο από μνήμες, αδόκητα σπαρμένο σε τοπία βουκολικής καλλονής. Αφηγητής είναι ο Τροντ που το 1999, μια ανάσα πριν από τη νέα χιλιετία, έχει αποσυρθεί στα δάση της Νορβηγίας μετά από 40 χρόνια πλούσιας ζωής στη Σουηδία. Μέσα στη νύχτα, νέος γείτονας με μοβόρο σκύλο τού θυμίζει την εφηβική του ηλικία, και πιο συγκεκριμένα το καλοκαίρι του '48, τις διακοπές με τον πατέρα του, κατά τη διάρκεια των οποίων τον βοηθούσε στη μεταφορά ξυλείας στον ποταμό, καθώς και ένα τραγικό περιστατικό, την ακούσια δολοφονία ενός από τα δίδυμα αγόρια της γειτονικής οικογένειας φίλων (υποτίθεται πως ο φίλος του Τροντ, ο Γιον, αδελφός των διδύμων, τα επιτηρούσε, αλλά ένα κυνηγετικό όπλο βρέθηκε στα χέρια του ενός από αυτά), που πυροδοτεί ένα μυστικό: ο πατέρας του Τροντ, ένας άνδρας-πρότυπο, ευειδής, απόμακρος και τρυφερός μαζί, είχε κρυφό δεσμό από την περίοδο της αντίστασης στους ναζί με την όμορφη μητέρα των αγοριών, η οποία γοήτευσε και τον νεαρό Τροντ.

 

Ο Κλέφτης Αλόγων, ως ιστορία ενηλικίωσης με μότο «εμείς αποφασίζουμε πότε πονάμε», μετατρέπεται σε αντι-παραβολή τραυματικών και ευτυχισμένων στιγμών που στοιχειώνουν τη μνήμη και κατακάθονται ως φαντάσματα, έτοιμα να ανασυρθούν σε ανύποπτο χρόνο. Ο Μόλαντ επικεντρώνεται κυρίως στην αφήγηση του παρελθόντος, κοντράροντάς την με τον παγωμένο συναισθηματικό κόσμο του γηραιού Τροντ (Στέλαν Σκάρσγκαρντ). Η διαδρομή κρατά το ενδιαφέρον ακόμα και σε φάσεις ατμόσφαιρας που υφίστανται για να γεμίσουν το δράμα.