Φέτος κλείνουμε ακριβώς δεκαπέντε χρόνια από την έξοδο του «Τaken», μιας ταινίας που σηματοδότησε την αλλαγή καριέρας του Λίαμ Νίσον και τη μετατροπή του σε action icon. Η εξέλιξη αυτή έμοιαζε αρχικά ευτυχής για τους φαν του είδους, καθώς πέρα από το αψύ ύφος και τη δωρικότητα που περιμένουμε από έναν πρωταγωνιστή δράσης, ο Νίσον διέθετε (και εξακολουθεί να διαθέτει) δραματικό εκτόπισμα δεκαπλάσιο σε σχέση με τους περισσότερους. Η εικόνα του, επίσης, αφήνει την αίσθηση της εντιμότητας, της πίστης στις αρχές του– αν γυρίσουμε λίγο πίσω τον χρόνο, ακόμα και ο κακός του στο «Batman Begins» έχει την ιδιαιτερότητα να πιστεύει ότι κάνει το σωστό και ότι το εκτελεί με έναν δικό του κώδικα τιμής, έστω και με την ηθική του πυξίδα να μην δείχνει προς τη σωστή κατεύθυνση.

 

Χωρίς να αποτελεί ακριβώς περίπτωση  miscast, όπως στο «Marlowe», ακριβώς αυτή η εντιμότητα του Νίσον δυσκολεύει να τον αποδεχτείς πλήρως στον ρόλο ενός οπορτουνιστή χρηματιστή που ξεγελά τους επενδυτές του, σε αντίθεση με τον Ισπανό ομόλογό του, τον Λουίς Τοσάρ – η ταινία αποτελεί remake του «Desconocido» (2015) που είχε γίνει σουξέ και στη χώρα μας. Έτσι κι αλλιώς, όμως, η ταινία του Ούγγρου Νιμρόντ Αντάλ, που ουδέποτε δικαίωσε την υπόσχεση που είχε δώσει με το «Kontroll» (2005), δεν χρειάζεται τον ηθοποιό Λίαμ Νίσον , θέλει τον action star Λίαμ Νίσον. Ο οποίος θα γρυλλίσει, θα φωνάξει σε εκείνον που τοποθέτησε τη βόμβα κάτω από το κάθισμα του και έβαλε σε κίνδυνο τα παιδιά του – ο κίνδυνος της οικογένειας αποτελεί ένα σύνηθες μοτίβο της action φιλμογραφίας του- και θα τον απειλήσει ότι θα χρησιμοποιήσει πάνω του «εκείνο το σετ από δεξιότητες που απέκτησε μέσα στα χρόνια και τον καθιστούν επικίνδυνο για ανθρώπους σαν αυτόν». Δυστυχώς, η ταινία κινείται στο ίδιο χαμηλό ποιοτικό επίπεδο των τελευταίων τίτλων της φιλμογραφίας του αγέρωχου Ιρλανδού σταρ, που μοιάζουν να προστίθενται στο βιογραφικό του αυστηρά στο πλαίσιο εργασιοθεραπείας, παρά επειδή ενθουσιάστηκε με το σενάριο που είχε μπροστά του.