Ο Λουί Μαλ τολμούσε να πραγματευτεί ταμπού (την αιμομιξία, την αυτοκτονία ή την εθνική προδοσία) και γοητευόταν από τους περιφρονημένους και τους ανένταχτους. Με Χρυσό Φοίνικα στα είκοσι τέσσερά του για τη σύμπραξη με τον Ζακ Ιβ Κουστό στο ντοκιμαντέρ «Ο κόσμος της σιωπής» και ένα ορμητικό σόλο ντεμπούτο δύο χρόνια αργότερα με το τζαζ νουάρ «Ασανσέρ για δολοφόνους» πέτυχε πολλά σε νεαρή ηλικία και συνέχισε να διαμορφώνει τον δημιουργικό του χαρακτήρα, περνώντας από είδη και θεματικές που κανείς άλλος από τους ομόσταβλούς του στη nouvelle vague ‒αν και δεν θεωρούσε πως είναι «τακτικό» μέλος της‒ δεν πλησίασε, κυρίως σε συνδυαστικό επίπεδο αναγνώρισης, στυλ και ποικιλίας.

 

Ίσως γιατί δεν προήλθε από τη φιλολογική απόσταση του κριτικού, όπως ο Τριφό και ο Γκοντάρ, και πρόλαβε να εργαστεί δίπλα στον Ρομπέρ Μπρεσόν, πριν τον μπερδέψουν με τους νεοκυματικούς, κυρίως λόγω των εκλεκτικών συγγενειών που μοιραζόταν με τους υπόλοιπους η «Ζαζί στο μετρό» το 1960.

 

Το «Atlantic City» είναι η ένατη ταινία του, η δεύτερη και μακράν η καλύτερη από τις επτά της 15ετούς αμερικανικής περιόδου του, ένα από τα αριστουργήματά του και σίγουρα από τις πιο μεστές αναθεωρήσεις του αμερικανικού ονείρου που λίγο έλειψε να μη συμβεί ποτέ, γιατί ο Μαλ είχε μεν τη γαλλοκαναδική χρηματοδότηση εξασφαλισμένη αλλά όχι και σενάριο στα χέρια του.

 

Με τον χρόνο που απέμενε να μην του αφήνει πολλά περιθώρια (έπρεπε να υποβάλει ένα σχέδιο ταινίας και να ολοκληρώσει τα γυρίσματα μέχρι το τέλος του 1979), η Σούζαν Σαράντον, ερωμένη του εκείνη την περίοδο, του πρότεινε ένα story του καλού της φίλου, θεατρικού συγγραφέα και σεναριογράφου Τζον Γκουέαρ. Ελάχιστοι θα μπορούσαν να αντιληφθούν σκηνοθετικά πως ο κεντρικός χαρακτήρας, ο Λου (Μπερτ Λανκάστερ), είναι περισσότερο ο απόηχος μιας άλλης εποχής και όχι τόσο ένας υπαρκτός άνδρας σε ένα κατασκευασμένο περιβάλλον όπως το Atlantic City στο Τζέρζι, μια πόλη διερχόμενων φαντασμάτων, χαμένων ευκαιριών και ραγισμένων ονείρων.

 

Ο ευειδής κύριος, περιστασιακός σύντροφος και επί πληρωμή βοηθός της Γκρέις, μιας γυναίκας που κάποτε έμοιαζε με την pin up Μπέτι Γκρέιμπλ, πλασάρεται ως πάλαι ποτέ γκάνγκστερ, αλλά ουσιαστικά δεν κατάφερε τίποτε ‒ προσωποποιεί την πρόθεση μιας καριέρας αξιοζήλευτου κακοποιού και την πιστεύει τόσο δυνατά, που τη θεωρεί αληθινή.

 

Αντίθετα, η Σάλι (Σαράντον) έχει όλο το μέλλον μπροστά της, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για μια σερβιτόρα που ονειρεύεται να γίνει κρουπιέρισσα, και έχει μπλέξει με την έγκυο αδελφή της, τον πρώην της και μια τσάντα με κλεμμένη κοκαΐνη. Έχει φιλοδοξίες, μάλιστα εισάγεται στα μυστικά των καζίνο με γαλλικό “άγγιγμα” από τον ειδήμονα Ζοζέφ ‒ ο Μισέλ Πικολί σε νόστιμο cameo.

 

Υπάρχει μια αχλή απελπισίας στο Ατλάντικ Σίτι, στην άλλοτε περίφημη Ράμπα της παραλίας, στην περίπου γκρεμισμένη πολυκατοικία με τους τρεις ενοίκους. Αντί όμως να σκοτεινιάσει την ταινία του, ο Λουί Μαλ την τροφοδοτεί με γλυκύτητα και τονικές αυξομοιώσεις. 

 

Η πλοκή (όπλα, γκόμενα, λεφτά, που θα λάτρευε, αν και θα εκτελούσε τόσο αλλιώς ο Γκοντάρ) του κομψού αν και μινόρε crime drama δεν έχει και τόση σημασία μπροστά στο ρομαντικό τανγκό των δυο πρωταγωνιστών, δηλαδή μεταξύ της αναγεννημένης σπίθας του Λου και της σαρωτικής ορμής της Σάλι: όταν εκείνος επιτέλους βρίσκει τα ναρκωτικά και τα ντιλάρει, αποκτώντας χρήματα για να εντυπωσιάσει τη νεαρή αγαπημένη, αυτή βρίσκει σημείο εκκίνησης και αναφοράς και κάνει σεξ μαζί του. (Βέβαια, είχε προηγηθεί το tease σ’ ένα πρωτότυπο zoom out, που του έκανε από την πρώτη κιόλας σκηνή ένα γυμνό οφθαλμόλουτρο για να διεγείρει το ενδιαφέρον και την αυτοεπιβεβαιώσή της).

 

Για πρώτη φορά ο Λου βρίσκει νόημα σε μια περφόρμανς που προετοίμαζε μια ζωή. Η χαρά του δεν κρατά πολύ. Σύντομα θα συνειδητοποιήσει πόσο δύσκολο είναι να είναι εραστής και προστάτης, αντιμετωπίζοντας μια απαιτητική γυναίκα και το οργανωμένο έγκλημα αντίστοιχα. Βλέπει κατάματα το όμορφο ψέμα που καλλιεργούσε όσο καταρρέει η επινόηση του ευδιάθετου has been. Ειδικά όταν αποκαλύπτεται ως never been στα μάτια της Σάλι, ένα παιδί για τα θελήματα των σοβαρών γκάνγκστερ στην ακμή του θεσμικού και βρόμικου τζόγου στην Ανατολική Ακτή, σκύβει ταπεινά μπροστά στην τσαντισμένη και συμπονετική διάδοχο της τόσο γνώριμης σε αυτόν ουτοπίας.

 

Ο Λανκάστερ είναι καθηλωτικός, πιο ώριμος παρά ποτέ στον ρόλο ενός κομπάρσου καταδικασμένου σε ισόβια αφάνεια, που μεταμφιέζεται σε σταρ ο οποίος αδίκως δεν διακρίθηκε ποτέ. Έχοντας διατηρήσει τα αντανακλαστικά του σφρίγους των νεανικών του ερμηνειών, εκείνη την τρέλα του μεγαλείου του Έλμερ Γκάντρι με το αθλητικό, ζωώδες θράσος του τσιρκολάνου στο «Trapeze», ισορροπεί τα χαρακτηριστικά του γέρικου λιονταριού με το κύκνειο άσμα του ματαιωμένου καιροσκόπου. Η ύστατη προσπάθειά του να γίνει μια έστω και αχνή ανάμνηση, και ταυτόχρονα χρήσιμος για έναν άνθρωπο, υποβάλλεται από έναν κατά τεκμήριο εξωστρεφή ηθοποιό, από τους πλέον θεατράλε, μαζί με τον Κερκ Ντάγκλας, στο Χόλιγουντ ‒ για πρώτη φορά με τέτοια πληρότητα, μετά τον πιο αδρά διαγεγραμμένο ρόλο του στο «Όσο υπάρχουν άνθρωποι».

 

Μέσα από τη θλίψη και το αδιέξοδο, μαζί με τη Σάλι της Σαράντον εκπέμπουν αισιοδοξία και σκανταλιά, κι αυτή είναι η διαφορά που συλλαμβάνει ο Μαλ σε σχέση με τον μοιραίο γκρεμό ενός νουάρ. Παρά τον δυναμισμό της Σαράντον στον πρώτο της μεγάλο ρόλο, το «Atlantic City» ανήκει στον Λανκάστερ, σίγουρα στην ψυχή αλλά και στο σώμα του κουρασμένου παλικαριού μιας εποχής που ποτέ δεν υπήρξε ένδοξη, σαν το Χόλιγουντ ας πούμε, αλλά σίγουρα έθρεψε ελπίδες στην καρδιά των φαντασμένων. Οι πιο συγκινητικές στιγμές είναι σίγουρα δικές του, όταν περιποιείται στοργικά την Grace του (η έξοχη Κέιτ Ριντ) ή στις δυο σύντομες συναντήσεις του με τον Μπάντι (Σον Σάλιβαν), βοηθό στις τουαλέτες και συνοδοιπόρο του από τα παλιά, η δημοσιοϋπαλληλική εκδοχή του ταπεινού survivor.

 

Στο λυκόφως μιας μεγάλης πορείας, ο Λανκάστερ δεν χρειαζόταν πλέον να καταφύγει σε «τρόπους». Μπορούσε να κρυφτεί χωρίς προφυλάξεις, να εκθέσει το ευάλωτο ενός γηραιού πιτσιρικά που επιτέλους έγινε άνδρας, να ακούσει τους άλλους χωρίς να ανησυχεί για τη δραματική του τύχη. Έφερε πάντα μια αριστοκρατικότητα αφομοιωμένη και μια αξιοπρέπεια κερδισμένη. Όταν προειδοποιεί έναν αγενή «μην ακουμπήσεις το σακάκι», δεν εννοεί μόνο μην πειράξεις την εμφάνισή μου, αλλά θίγεται βαθιά. Είναι μεν ένας κομπιναδόρος χαμηλής βαθμίδας, αλλά ο Μαλ τον καταλαβαίνει και τον χρίζει με την ευγένεια του franconoir στο οποίο εκπαιδεύτηκε, εκείνο του Μπεκέρ και του Μελβίλ. Και ο Λανκάστερ, για άλλη μια φορά μετά τον Βισκόντι και τον «Γατόπαρδο», έδειξε πως με σκηνοθέτες εκτός Αμερικής έβρισκε αισθητική και συναισθηματική επαφή ‒ σπάνιο για τη γενιά του, ο Ίστγουντ ήταν τυχερός με τον Λεόνε. Η ερμηνεία του απέσπασε επαίνους στον καιρό της, αν και αδίκως ξεχάστηκε με τα χρόνια ‒ παραμένει πρότυπο, ένα αθόρυβο επίτευγμα. 

 

Στην 54η απονομή των βραβείων Όσκαρ η ταινία και το σενάριο έχασαν από τους «Δρόμους της Φωτιάς», ο Λουί Μαλ από τον Γουόρεν Μπίτι και τους «Κόκκινους», ενώ ο Λανκάστερ και η Σαράντον από τα συναισθηματικά φαβορί, τον Χένρι Φόντα και την Κάθριν Χέπμπορν της «Χρυσής Λίμνης». Ωστόσο, στο Φεστιβάλ Βενετίας ο Γάλλος σκηνοθέτης τιμήθηκε με τον πρώτο από τους δύο Χρυσούς Λέοντές του ‒ ο δεύτερος θα ερχόταν μερικά χρόνια αργότερα για το απαράμιλλα ακαδημαϊκό, μεγαλειωδώς μύχιο και εν μέρει αυτοβιογραφικό «Αντίο, παιδιά».