Ο Δόκτωρ Παράξενος κινείται στο Πολυσύμπαν της Τρέλας γιατί οι διαστάσεις έχουν γίνει διάτρητες εξαιτίας του: οι αποφάσεις του να χαρίσει ξόρκια και εμπιστοσύνη στον Thanos και στον Πίτερ Πάρκερ αμφισβητούνται, η εκτίμησή του διαφέρει ανάλογα με το πόσο φιλικό είναι το περιβάλλον στο οποίο θα προσγειωθεί κάθε φορά και οι δυνάμεις του δεν εξαρτώνται απόλυτα από τον θαυματουργό πορφυρό χιτώνα και τα ηλεκτροβουδιστικά κόλπα που έχει κατακτήσει.

Ενώ παρακολουθεί πολιτισμένα τον γάμο της αιώνιας αγαπημένης του Κριστίν, ένα γιγαντιαίο χταπόδι στον απέναντι δρόμο κυνηγά ανελέητα την Αμέρικα Τσάβες, μια κοπέλα που έχει τη σπάνια δυνατότητα να πλοηγείται άθικτη στο πολυσύμπαν, αν και μόνο κάτω από ακραία πίεση. Πίσω από το χάος κρύβεται η Κόκκινη Μάγισσα, η οποία έχει σοβαρό, και σοβαρά ψυχασθενικό, λόγο να αποκτήσει πρόσβαση σε παράλληλα σύμπαντα.

Όταν ο Strange την επισκέπτεται, αντιλαμβάνεται πως η διπρόσωπη Γουάντα βρίσκεται ακόμα κάτω από την επήρεια μιας σκοτεινής βίβλου και νομίζει πως έτσι θα κρατήσει τους δυο μικρούς γιους που πιστεύει πως είναι πραγματικοί, ακόμη κι αν όλοι τη διαβεβαιώνουν για το αντίθετο. Αντίπαλοι πλέον, θα εμπλέξουν τους γνωστούς παραστάτες του Dr Strange αλλά και τσαντισμένους, επίτιμους καλεσμένους από συγγενείς μαρβελικές περιπέτειες, όπως ένα μέλος των Fantastic Four, δύο πασίγνωστους υπερήρωες ενσαρκωμένους από άλλους ηθοποιούς (ενδεχομένως με άλλο χρώμα και σε άλλο φύλο), καθώς και έναν σοφό κύριο που αποτελεί το αντίπαλο δέος της δεινότατης στην τηλεπάθεια και τηλεκίνηση Γουάντα Μαξίμοφ.

Ο Μόρντο (Τσιουέτελ Ετζιόφορ) δεν είναι ο μόνος που περιμένει τον πρώην νευροχειρουργό στη γωνία. Η αυτοπεποίθησή του πληγώνεται όταν μαθαίνει πως δεν είναι ο ήρωας που περίμενε, κι αυτό γιατί οι πράξεις του έχουν διαφορετικό αντίκτυπο στον χωροχρόνο.

Sequel του επικού Endgame, του πρόσφατου Spiderman, του τηλεοπτικού Wandavision, καθώς και του πρωτότυπου φιλμ που κυκλοφόρησε πριν από έξι χρόνια σε σκηνοθεσία Σκοτ Ντέρικσον, ο αναγκαστικά φορτωμένος στο πολυ-exposition Doctor Strange δοκιμάζει την υπομονή μας μέχρι να πάρει μπρος, και μόνο όταν πιασμένοι χεράκι χεράκι ο πρωταγωνιστής μαζί με τη φοβισμένη Αμέρικα διασχίζουν τα φωτορεαλιστικά, συνθετικά, ζωγραφισμένα και σχεδιασμένα σύμπαντα η δράση κοκκινίζει και ο Σαμ Ράιμι δείχνει ποιος είναι.

Καλύτερα, μας υπενθυμίζει τι μπορεί να προσφέρει, γιατί έχουμε να τον δούμε στο σινεμά από το ατυχές Oz (και πριν από αυτό στο έλασσον Drag me to hell) και είχαμε ξεχάσει την οπτική αισθητική και τις ταχύτατες αφηγηματικές επινοήσεις που μπορεί να προσθέσει σε ένα στερεωμένο story.

Οι γεωμετρικά πολλαπλασιασμένες επιλογές ενός multiverse θεωρητικά είναι αχανές γήπεδο αυθαιρεσίας. Όποιος θέλει, εμφανίζεται όπου να ’ναι, και σε περίπτωση που εξολοθρευτεί δεν έγινε και τίποτε, στη διπλανή διάσταση στέκει αγέρωχος και αρτιμελής.

Ωστόσο, ο Ράιμι οργανώνει το πολυπληθές τσίρκο των υπερηρώων και βγάζει ένα χορταστικό αποτέλεσμα, δεδομένων των περιορισμών που αντιμετωπίζει. Ήδη ενταγμένος στη νοητή γραμμή των Εκδικητών και αδιόρατα παρών στα βάσανα που προκύπτουν στον ορφανό και αναγνωρίσιμο από την αχάριστη κοινωνία Spidey, ο Strange κουβαλά βαρίδια που, για παράδειγμα, η τηλεοπτική γενναιοδωρία των πολλών επεισοδίων του «Loki» και του «WandaVision» δεν κραδαίνει απειλητικά πάνω από την πένα των πιο ριψοκίνδυνων σεναριογράφων τους.

Όμως διαθέτει δύο δυνατά χαρτιά: τον Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, με τη χαρισματική του ευελιξία να οργώνει κάθε πιθανή διατύπωση των διλημμάτων του αντεστραμμένου Στίβεν, και τη μεικτή χρήση της μαγείας που εδώ διαχωρίζει από τη μαγγανεία και τις υπερδυνάμεις.

Καθόλου αμελητέα και η ενσωμάτωση των δυο «h» που ο Ράιμι γνωρίζει πολύ καλά: του horror και του humour. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα μας διακτινίζει στο funk του Evil Dead, κάνοντας και πλάκα, ενώ μας επαναφέρει στιγμιαία στο ρευστότερο, πρισματικό κι ελπίζω πιο απροσδόκητο πλαίσιο που μας επιφυλάσσει η Marvel.