Έξι χρόνια μετά το Ένας Γάμος (Noces), ο Βέλγος σκηνοθέτης Στεφάν Στρεκέρ επιστρέφει με ένα ξεχωριστό, γεμάτο λεπτές αμφισημίες δραματικό θρίλερ που χωρίζεται σε δυο ευδιάκριτα μέρη. Ο ασυμβίβαστος και δυναμικός πολιτικός Λουί Ντιριέ βρίσκει νεκρή τη σύζυγό του κατά τη διάρκεια των διακοπών τους. Κανείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει τι ακριβώς συνέβη στο δωμάτιο 108 του ξενοδοχείου όπου πέρασαν την τελευταία, ταραχώδη νύχτα τους. Αν και παντρεμένοι, συμπεριφέρονταν σαν εραστές, σαν να είχαν αποδράσει από την καθημερινότητά τους: έπιναν, καβγάδιζαν, έπαιζαν Βlackjack και έκαναν έρωτα σαν να είχαν γνωριστεί σεξ. Μέχρι που εκείνος κατέβει σαστισμένος στη ρεσεψιόν για να αναγγείλει πως τη βρήκε νεκρή στο μπάνιο, με μια σακούλα τυλιγμένη στο κεφάλι της. Συλλαμβάνεται με κατηγορίες για ανθρωποκτονία από τις φλαμανδικές αρχές, χωρίς να επικαλεστεί τη βουλευτική του ασυλία.

Αυτή είναι μια σημαντική ένδειξη αθωότητας, που θεωρεί γερό χαρτί υπεράσπισης η δικηγόρος και φίλη του (εξαιρετική η βραβευμένη στις Κάννες ηθοποιός και σκηνοθέτις Εμανουέλ Μπερκό), μια γυναίκα που τάσσεται εξαρχής υπέρ του και αρνείται να τον κρίνει, αν και, χωρίς να το θέλει, το κάνει.

Οι σκηνές που προηγούνται του θανάτου της Μαέβα θολώνουν όσο τις επισκέπτεται στους εφιάλτες και τις σκέψεις του ο Ντιριέ. Εκτός από τη μαρτυρία της κάμερας στους διαδρόμους του ξενοδοχείου, δεν είναι απόλυτα σίγουρος αν φταίει, αν αυτός προκάλεσε το μοιραίο σε πείσμα ή εξαιτίας του πάθους του για εκείνη ‒ είχε προηγηθεί ένα τηλεφώνημά της σε φιλικό πρόσωπο που τον απογοήτευσε και τον θύμωσε.

Αποστασιοποιημένος από τον θόρυβο που προκαλεί η υπόθεση εκεί έξω, υπομένει την εσωστρέφεια της φυλακής και ουσιαστικά επικοινωνεί με έναν περίεργο τύπο στο προαύλιο, ο οποίος προσπαθεί να τον ψυχολογήσει και να μαντέψει αν έχει διαπράξει όντως το έγκλημα, και κυρίως με τον συγκρατούμενό του, τον Πάμπλο (ο Φελίξ Μαριτό από το 120 χτύποι το λεπτό), έναν άνδρα νεαρότερο, διαφορετικού background και μυστηριώδη, στο μέτρο που δεν εκμυστηρεύεται λεπτομέρειες για το αδίκημα που τον έχει φέρει εκεί, πέρα από το γεγονός ότι θεωρεί δεδομένο πως θα εκτίσει μεγάλη ποινή.

Στο δεύτερο, και εξίσου ενδιαφέρον κομμάτι της ταινίας, ο Ντιριέ έρχεται αντιμέτωπος με την πραγματικότητα της νέας του ταυτότητας. Παρακολουθεί τη μιντιακή κάλυψη της υπόθεσης πριν φτάσει στα έδρανα από μια μικρή τηλεόραση στο κελί, μαζί με τον Πάμπλο, σαν να βλέπουν ματς με δυο ομάδες που δεν υποστηρίζουν. Ο προνομιούχος κρατούμενος με τον πληβείο μελλοντικό ισοβίτη έχουν εξισωθεί, χωρίς αλληλέγγυες εκμυστηρεύσεις και περιττή συγκατάβαση.

Ορμώμενος από τη φράση «όποιος κρίνει κάποιον, στην ουσία αποκαλύπτει περισσότερα για τον εαυτό του παρά για τον άλλον», αντιλαμβάνεται πως καταδικάζεται καθημερινά ερήμην του (πόσο επίκαιρο) από ανθρώπους που δεν τον γνωρίζουν, από μια μάζα που η δικηγόρος του αποκαλεί λαϊκό δικαστήριο, το οποίο πάει πάντα εκεί όπου φυσά ο άνεμος, ποτέ κόντρα, και γίνεται σταδιακά ο δικαστής του εαυτού του. Δεν νοιάζεται τόσο για την τελική απόφαση γιατί αδυνατεί να ξεπεράσει την πολλαπλή του αποσύνθεση ‒ πού πήγε ο πολιτικός με τις προβοκατόρικες απόψεις, ο πατέρας ενός ώριμου και υποστηρικτικού γιου, ο σύζυγος μιας γυναίκας που τον εμπιστεύτηκε για την ευτυχία που της υποσχέθηκε;

Ο Στρεκέρ δημιουργεί μια ψύχραιμη κόλαση με ρεαλιστικούς όρους και προσφέρει τον καλύτερο ρόλο στην καριέρα του Ζερεμί Ρενιέ: ο Ντιριέ πληρώνει ακριβά την κοινωνική του αυθάδεια με τη σοκαριστική απώλεια της μοναδικής καθαρής του επιλογής, καθώς πλησίασε και κέρδισε τη Μαέβα με την αυτοπεποίθηση της απερίφραστης αγάπης και έχασε το πιο ατόφιο από τα πάθη του, ίσως με δική του ευθύνη.