Ο Φρανσουά Οζόν διασκευάζει ένα θεατρικό ηλικίας 90 ετών των Μπερ-Βερνέιγ, «κάνει» τον Έρνστ Λιούμπιτς, προσθέτει #metoo ανατροπές και χρησιμοποιεί αρκετούς υπερηθοποιούς από το οπλοστάσιό του, κεφάτους, που συμμετέχουν σε ένα μπουλβάρ με νόημα. Στο Έγκλημά μου πρωταγωνιστεί η στάρλετ Μαντλέν Βερντιέ (Νάντια Τερεσκιέβιτς) που μετά από μια οντισιόν κατηγορείται πως σκότωσε έναν διάσημο κινηματογραφικό παραγωγό, τύπου Χάρβεϊ Γουάινστιν. Εκείνη ισχυρίζεται πως την παρενόχλησε σεξουαλικά και την υπερασπίζεται η νεαρή, φιλόδοξη δικηγόρος και συγκάτοικός της Πολίν Μολεόν (Ρεμπέκα Μαρντέρ).

 

Και δεν φτάνει που ο δημόσιος κατήγορος δεν πείθεται με τίποτε με την εκδοχή της αλλά έρχεται και μια σταρ ξεφτισμένης δόξας, η Πολέτ Σομέτ, που αμφισβητεί την αυθεντικότητα της ιστορίας της, η οποία μετατράπηκε σε καλλιτεχνικό θρίαμβο ‒ η Ιζαμπέλ Ιπέρ μπουκάρει στο δεύτερο μέρος με αυτόνομης προσωπικότητας περούκα και θα λέγαμε πως κλέβει μόνη της την παράσταση, αν δεν τη συναγωνίζονταν ο Φαμπρίς Λουκινί με την εκνευριστικά άκαμπτη κυριολεξία του και οι Αντρέ Ντισολιέ και Ντάνι Μπουν στους νόστιμους συμπληρωματικούς ρόλους τους.

 

Έχοντας σκηνοθετήσει την παλιά φρουρά (Ντανιέλ Νταριέ, Ζαν Μορό), την αγία τριάδα (Ντενέβ, Ατζανί, Ιπέρ) και τη νεότερη γενιά, από την Εμανουέλ Μπεάρ ως τη Βιρζινί Λεντουαγιέν, ο Οζόν φτιάχνει μία ακόμη ιστορία γυναικείας αλληλεγγύης μετά τις 8 Γυναίκες, περνώντας μέσα από το κινηματογραφικό είδος με ένα ντουέτο φρέσκων προσώπων που μπορεί να μην είναι τα πιο ενδιαφέροντα στο νέο γαλλικό σινεμά αλλά φέρουν μια naivete που ταιριάζει σε ένα αστυνομικό νουάρ το οποίο ηθελημένα, και ως ένα στυλιστικό βαθμό προσποιητά, μοιάζει σαν να εκτελείται σε μια πειραγμένη θεατρική σκηνή.

 

Οι φεμινιστικές προσθήκες είναι αρκετά προφανείς, το point του αντεστραμμένου θύματος παίρνει μια ενδιαφέρουσα τροπή με το twist της δεύτερης πράξης (θυμίζει κάπως τις ιστορικές επανατοποθετήσεις που συχνά επιχειρεί ο Ράιαν Μέρφι στις τηλεοπτικές φαντασίες του, όπως στο «Hollywood») και το Έγκλημά μου, άλλη μια αφορμή για περαιτέρω εκτίμηση της αχανούς φιλμογραφίας του Οζόν, παρακολουθείται ευχάριστα.