Αν σταθεί κάποιος στην κινηματογραφικότητα του εγχειρήματος, μπορεί να κλείσει με το ζήτημα σε δύο σειρές. Eξαιρουμένων κάποιων μικρών αποσπασμάτων, κυρίως από τις ταινίες της, το ντοκιμαντέρ αποτελείται εξ ολοκλήρου από μια εξομολόγηση της Αντουανέττας Αγγελίδη στον φακό της κόρης της Ρέα Βαλντέν. Ένας άνθρωπος, ένα στατικό πλάνο, ένα ασπρόμαυρο φίλτρο και ο ανθρώπινος λόγος. 

 

Τα έχουμε γράψει και στο παρελθόν όμως, στις ταινίες τεκμηρίωσης συνήθως προέχουν το θέμα, το ενδιαφέρον του, που εξαρτάται από τον εκάστοτε θεατή, άρα είναι σε γενικές γραμμές υποκειμενικό, και η διαχείρισή του, που περνά από κάποια αντικειμενικά φίλτρα – η δομή, η σχέση αιτίου και αιτιατού στην άρθρωση του επιχειρήματος, η στάση του δημιουργού κ.λπ.

 

Εν προκειμένω, αφού το θέμα είναι η αφήγηση μιας ζωής υπό τη μορφή προσωπικού μονολόγου, έχoυν σημασία το πρόσωπο και οι αφηγηματικές του ικανότητες. Η Αγγελίδη είναι μια παραστατική αφηγήτρια και ο λόγος της έχει μια ροπή προς την ποίηση ‒ μπορεί να την εντοπίσει κανείς και στο έργο της, ένα υβρίδιο σινεμά και εικαστικών τεχνών που επιχείρησε να επαναπροσδιορίσει την (ανα)παράσταση του γυναικείου σώματος από τον κινηματογραφικό φακό. Η Βαλντέν τεμαχίζει τον μονόλογο της μητέρας της σε κεφάλαια, ξεκινώντας με μια λουσμένη στο φως εισαγωγή, την οποία ακολουθεί ένα ολοσκότεινο πλάνο, όπου ακούμε την Αγγελίδη να λέει ότι ο Μουρνάου την καλεί. Πέρα από αναφορά σε έναν «δάσκαλό» της, από τη στιγμή που η αφήγηση ακολουθεί τα βήματα της ζωής της, νιώθεις σαν η σκηνοθέτιδα να βρίσκεται στη μήτρα και να ακούει το κάλεσμα του σινεμά. Ίσως να πρόκειται, δε, και για μια επιστροφή στη «γέννηση» του σινεμά, με επίκληση σε έναν από τους πρώτους «ποιητές» του, για μια ταιριαστή αβανγκάρντ πινελιά, μια και η βιογραφούμενη υπηρέτησε αυτό το είδος.

 

Έπειτα η Αγγελίδη, με μαύρα ρούχα σε μαύρο φόντο και με ένα ποτήρι νερό μπροστά –το νερό ως πηγή της ζωής;‒, αρχίζει να ξετυλίγει το κουβάρι της ζωής της, τη σχέση της με την τέχνη αλλά και τη σχέση της τέχνης της με τη δική μας ζωή σε μια εξομολόγηση δίχως φίλτρο, η οποία μπορεί, μες στη μυσταγωγία της, να βρει κοινό τόπο ακόμα και με εκείνον τον θεατή που αγνοεί το σινεμά της.