Θα περίμενες μια αύξηση της φιλμικής παραγωγής που ασχολείται με τη σύγχρονη εργασιακή πραγματικότητα, με δεδομένο ότι το εργατικό δίκαιο βιώνει την απορρύθμισή του σε τέτοιο βαθμό, ώστε για μια μεγάλη μερίδα εργαζομένων να έχει χαθεί ακόμα και το κεκτημένο της εργατικής Πρωτομαγιάς του 1886 – στη χώρα μας η εν λόγω εξέλιξη επισημοποιήθηκε εδώ και λίγες μέρες, με τη σφραγίδα του νόμου και την ευλογία του Κράτους, υπό το πρόσχημα της ενσωμάτωσης μιας ευρωπαϊκής οδηγίας. Κι όμως, συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο, είναι μετρημένες στα δάχτυλα οι σχετικές ταινίες τα τελευταία χρόνια, κατά ένα μέρος λόγω της εδραιωμένης πεποίθησης ότι ο κόσμος δεν θέλει να δει στο σινεμά τα προβλήματα που βιώνει καθημερινά – καημένε Ντε Σίκα, φουκαρά Ροσελίνι, σας ξεπέρασε ο κινηματογραφικός «νεοφιλελευθερισμός». Φυσικά, η ίδια η βιομηχανία καλλιέργησε αυτή την πεποίθηση και όταν οι συνθήκες εργασίας στα κινηματογραφικά πλατό από καιρό περιφρονούν την εργατική νομοθεσία, αντιλαμβάνεσαι ότι (και) για τους ανθρώπους της ίσως να αποτελεί μια πολυτέλεια για τους «ήσυχους καιρούς». Διάολε, ακόμα και μερίδα της κριτικής αντιμετωπίζει ταινίες με ανάλογη θεματική σαν ένα απολίθωμα του παρελθόντος – και τι δεν είδαμε να γράφεται για τις ταινίες του Κεν Λόουτς μέσα στην τελευταία δεκαετία.

 

Ο Στεφάν Μπριζέ είναι από τους λίγους που εξακολουθούν να κρατούν ψηλά το «λάβαρο» της εργατιάς. Μη μας παρεξηγήσετε, δεν πιστεύουμε ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Ναι, ο Νόμος της Αγοράς ήταν σπουδαίος επειδή μπόρεσε να ενώσει το Umberto D. και το νταρντενικό ιδίωμα με τρόπο εύληπτο και προσιτό σε ένα ευρύτερο κοινό – ταινίες λαϊκού κοινωνικού προβληματισμού που υιοθετούν εστέτ αισθητική και σημειολογία πάντα μας κάνουν να αναρωτιόμαστε σε ποιον απευθύνονται και αν απλώς στοχεύουν σε μια διασκέδαση της ενοχής ευημερούντων, ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Αντίθετα, το οργίλο Σε πόλεμο» που ακολούθησε στηριζόταν σε ένα συναισθηματικά εκβιαστικό σενάριο και κατέληγε σε μια (κυριολεκτικά και μεταφορικά) πυρωμένη κατακλείδα, ικανή να προκαλέσει αυτανάφλεξη στον θεατή της, έτσι τραβηγμένη από τα μαλλιά που ήταν.

 

Από τον μεσήλικα εργαζόμενο, που αναζητά μια θέση στην αφιλόξενη αγορά εργασίας, ο Μπριζέ πέρασε (άτσαλα) στο συλλογικό εργατικό δίκαιο και στα σωματεία και τώρα, με τον Άλλο Κόσμο, κλείνει μια άτυπη τριλογία με μπροστάρη τον σπουδαίο Βενσάν Λιντόν. Ο ήρωάς του αυτήν τη φορά είναι κάποιος που φέρει το διευθυντικό δικαίωμα, μα παραμένει υπόλογος στη μητρική εταιρεία. Μέσα από ένα καλογραμμένο σενάριο αναδεικνύονται τα καθημερινά διλήμματα που θέτει σε προϊσταμένους και υφισταμένους το «αόρατο χέρι» της αγοράς, ο εκμηδενισμός του βιοτικού επιπέδου και η κατήχηση περί αναπόδραστων, ενδεδειγμένων δράσεων που αντιμετωπίζουν πάντα το ανθρώπινο «κεφάλαιο» ως αναλώσιμη μονάδα, αν όχι αυστηρά ως μέρος των εξόδων της επιχείρησης. Ο Μπριζέ αποφεύγει τον σκόπελο του «φεστιβαλισμού» και εκθέτει το ζήτημα με δραματουργική και νοηματική σαφήνεια. Ο ήρωας και πάλι πασχίζει να κρατήσει την αξιοπρέπεια και την ανθρώπινη υπόστασή του σε ένα πλαίσιο που τις λογαριάζει ως αδυναμίες, παλεύοντας αυτήν τη φορά και για εκείνες των υφισταμένων του. Στο πρόσωπο του Λιντόν σκιαγραφούνται όλες οι συναισθηματικές διακυμάνσεις και καθρεφτίζονται όλη η εξωγενής ένταση και η επιβολή όρων που τον (προ)καλούν να δράσει ατομοκεντρικά για να προσυπογράψει με τις πράξεις του το πιστοποιητικό «εύρυθμης λειτουργίας» της αγοράς. Κι αν ο Μπριζέ δεν θεωρεί αρκετό το εργασιακό δράμα και νιώθει την ανάγκη να προσθέσει και οικογενειακό, του το συγχωρείς επειδή δεν σπεύδει στο καταφύγιο του «δειλού» σε ανάλογες περιπτώσεις, δηλαδή στον μελοδραματισμό. Στόχος, άλλωστε, τέτοιων θεαμάτων είναι ο θεατής να συμπάσχει και όχι να λυπάται, να διατηρείται σε εγρήγορση, μα όχι να εξαγριώνεται, και έτσι, με το κεφάλι ψηλά, να κοιτάξει στα μάτια το νεοφιλελεύθερο θηρίο που παλεύει με νύχια και με δόντια να τον πείσει ότι δεν υπάρχει «άλλος κόσμος», και να θυμίσει στο τελευταίο ότι, δίχως τη συνδρομή του, θα ψόφαγε από την ασιτία.