Το τελευταίο κεφάλαιο της ιστορίας του Ρόμπερτ ΜακΚόλ, που μεταπήδησε από την τηλεόραση στον κινηματογράφο και πήρε τη μορφή του Ντένζελ Ουάσινγκτον για να διορθώσει διά πυρός και σιδήρου αδικίες πάσης φύσεως, πραγματοποιεί όντως έναν τέλειο κύκλο. Έχει κι αυτό, όπως η ταινία του 2014, ένα πρώτο ημίωρο βραδυφλεγές, το οποίο αφήνει την αρχική εντύπωση μιας μετάγγισης μελβιλισμού –εκ του Ζαν-Πιερ Μελβίλ‒ στο στουντιακό action σινεμά, για να στραφεί τελικά (ή να κατρακυλήσει, όπως το πάρει κανείς) στο camp θέαμα.

 

Εδώ, σε μια εξαιρετική αρχική σκηνή, βλέπουμε δυο Σικελούς μαφιόζους να επιστρέφουν στο λημέρι τους, να βρίσκουν τα ανθρώπινα απομεινάρια της «εξισορρόπησης» που άφησε ο ήρωας στο πέρασμά του και να τον συναντούν καθισμένο στο κελάρι, με ένα φως από ψηλά να τον λούζει κι ένα ποτήρι κρασί δίπλα του. «Όλοι παίρνουμε αυτό που μας αξίζει» λέει και στη συνέχεια θα φάει μια σφαίρα στην πλάτη, για να καταλήξει σε ένα σικελικό χωριό, φιλοξενούμενος του τοπικού γιατρού, τραυματισμένος και γερασμένος, με ένα μπαστούνι για βοήθεια στο περπάτημα. Ακόμα και η φωτογραφία του Ρόμπερτ Ρίτσαρντσον εδώ αποποιείται την glossy, αναγνωρίσιμη ευκρίνειά της, προσθέτει μελαγχολικά χρώματα στην παλέτα και αξιοποιεί το ημίφως, αφήνοντας την αίσθηση μιας ηθικής αμφισημίας αλλά και την υπόσχεση ενός αναθεωρητικού επιλόγου στην ιστορία του ΜακΚόλ.

 

Η συνάντηση του Ουάσινγκτον με την Ντακότα Φάνινγκ, σχεδόν δύο δεκαετίες μετά το «Man on Fire», και το κλείσιμο του ματιού στο «Τraining Day» του πρωταγωνιστή και του σκηνοθέτη με μια (κατά τα άλλα αμήχανη) σκηνή στην πλατεία, όπου ο πρώτος επικαλείται με την κινησιολογία του τη διασημότερη σκηνή εκείνης της ταινίας, ενισχύουν την πεποίθηση ότι θα δούμε ένα ρέκβιεμ – σκεφτείτε ότι για λίγο πιστέψαμε πως θα παρακολουθήσουμε ένα companion piece του «Αμερικανού» (2010). Δυστυχώς, το camp στοιχείο υπερισχύει, το score του Μαρσέλο Ζάρβος, αν και έχει χαρακτήρα, δεν επικαλείται την ιταλική κινηματογραφική παράδοση –σκεφτείτε π.χ. τι θαύματα έκανε το score του Σάντι Πουλβιρέντι στην πρόσφατη «Τελευταία νύχτα του Φράνκο Αμόρε»‒ και όλη η θρησκευτική εικονογραφία επιστρατεύεται τελικά όχι μόνο για να δώσει στον ήρωα άφεση αμαρτιών αλλά και για να υπογραμμίσει τον θεάρεστο χαρακτήρα του έργου του. Στο πλαίσιο ενός b-movie με vigilante γίνεται (οριακά) δεκτό, μα η ουσία είναι ότι για ακόμα μία φορά φεύγουμε προβληματισμένοι για την ευκαιρία που χάθηκε και πεπεισμένοι ότι ο Φουκουά ποτέ του δεν θα γυρίσει κάτι πραγματικά μεγάλο. Τουλάχιστον, είναι καλύτερο από τη δεύτερη ταινία και θα ξεγελάσει κάπως την πείνα των φαν της (βίαιης) δράσης.