Yπάρχει μια meta σκηνή στο Fast X, περίπου μετά το πρώτο ημίωρο, με την Μπρι Λάρσον και τον ενισχυμένο από το Reacher –και από τα στεροειδή;‒ Άλαν Ρίτσον να βρίσκονται σε ένα δωμάτιο με οθόνες, όπου «προβάλλονται» παλιά hits της σειράς. Οι δυο τους κάνουν ουσιαστικά μια ανασκόπηση του franchise, λέγοντας ότι η κατάσταση ξέφυγε από το Ρίο κι έπειτα, αναφερόμενοι στο Fast Five. Στο τέλος ο Ρίτσον ρωτά έξαλλος «έχουν κάνει ό,τι μπορείς να φανταστείς, κόντρα στους νόμους της Φυσικής και στον Θεό, γιατί τους αφήνουμε ακόμα;».
Η απάντηση είναι γιατί υπάρχει ακόμα πολύς κόσμος πρόθυμος να δει τον Ντομ Τορέτο και την (πολυάριθμη) παρέα του να συνεχίζουν να αψηφούν τη Φυσική και τον Θεό. Από μια μεσαίου budget ταινία που φιλοδοξούσε απλώς να σαγηνεύσει φαν της αυτοκινητιστικής κόντρας και της (κατά βάση macho και υπερκαταναλωτικής) κουλτούρας που τη συνοδεύει, το Fast and Furious εξελίχθηκε, μετά το Fast Five, σε κάτι άλλο, πολύ μεγαλύτερο, σε ένα Mission Impossible των φτωχών, αν θέλετε, με το καστ και τον προϋπολογισμό να διογκώνονται, τα εισιτήρια να πολλαπλασιάζονται και τα set-pieces να γίνονται ολοένα και πιο εξωφρενικά – διάολε, μέχρι και στο Διάστημα έφτασαν οι ήρωες στην ένατη περιπέτειά τους. Ταινία με την ταινία χτίστηκε μια μυθολογία, ίσως όχι μακριά από το διευρυμένο σύμπαν της Marvel. Μην ξεχνάτε ότι είδαμε και spin-off, το Hobbs and Shaw, ενώ υπάρχει και το Tokyo Drift, το οποίο, αν και συνυπολογίζεται στην αρίθμηση των ταινιών, περισσότερο για τέτοιο λογίζεται.
Συνεχίζοντας την αναλογία με τη Marvel, το Fast X είναι κάτι σαν το Infinity War της saga, το πρώτο μέρος του τελικού δίπτυχου – αν και τώρα ο Βιν Ντίζελ μας τα μασάει και κάνει λόγο για… τρίπτυχο. Η πέμπτη ταινία της σειράς αποτελεί και το σημείο εκκίνησης αυτής της δέκατης, με έναν αφανή σε εκείνη συγγενή του κακού της υπόθεσης να εμφανίζεται τώρα και να υπόσχεται να κάνει τον Ντομ Τορέτο να υποφέρει, χτυπώντας αυτόν και όλο του το σόι. Το «σόι» είναι η λέξη κλειδί, σχεδόν κάθε χαρακτήρας στην ταινία είναι εγγονός, αδελφός, κουνιάδος και τριτοξάδελφος κάποιου άλλου που έχει εμφανιστεί σε παλιότερες, θα χρειαζόσουν γενεαλογικό δέντρο ανάλογο εκείνου των Μπουενδία στην αρχή του Εκατό χρόνια μοναξιά του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ώστε να καταφεύγεις σε αυτό για να θυμηθείς ποιος είναι καθένας που βλέπεις στην οθόνη και τίνος ‒ όχι πως έχει μεγάλη σημασία δηλαδή.
Δεν ξέρουμε τι είδους δημιουργικές διαφωνίες οδήγησαν τον Τζάστιν Λιν στο να παραιτηθεί από τροχονόμος… από σκηνοθέτης της ταινίας, ενώ τα γυρίσματα είχαν ξεκινήσει, και να αντικατασταθεί από τον Λουί Λετεριέ του Danny the Dog και του Incredible Hulk, αλλά δεν θυμόμαστε άλλη ταινία της σειράς όπου η αφήγηση να παραπέμπει τόσο σε σειρά, υιοθετώντας μια αφήγηση εντελώς τηλεοπτικής λογικής – αναφερόμαστε στη μέτρια τηλεόραση, όπου δεν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια στη μετάβαση από τη μία υποπλοκή στην άλλη. Το αποτέλεσμα είναι ό,τι συμβαίνει στο έργο, όσο σοβαρό κι αν είναι, ακόμα και μια αποκάλυψη μεγατόνων ή ένας σοβαρός θάνατος ή η εμφάνιση της Ρίτα Μορένο και της Έλεν Μίρεν να μην έχει καμία σημασία δυο-τρεις σκηνές μετά, να απουσιάζει ο δραματικός του αντίκτυπος, ακριβώς γιατί δεν υπάρχει έρμα στην αφήγηση και επειδή η παραγωγή παίρνει το «fast» του τίτλου κυριολεκτικά.
Η ταινία δεν είναι απλώς γρήγορη, θυμίζει περισσότερο ένα εκτεταμένο τρέιλερ διάρκειας 141 λεπτών, το οποίο σου δείχνει τους χαρακτήρες, μερικά από τα καλύτερα αποσπάσματα, και τελειώνει και με cliffhanger, με στόχο να σε εξιτάρει ώστε να παρακολουθήσεις ολόκληρη την ταινία στο σινεμά – η οποία θα είναι μάλλον το Fast XI.
Τι μένει ως παρηγοριά; Μια αναφορά στους Κυνηγούς της χαμένης κιβωτού, με μια κολοσσιαία σφαιρική βόμβα να κυνηγά τα αυτοκίνητα στη Ρώμη, κάποιες στιγμές που το fan service λειτουργεί υπέρ της ταινίας, όπως η μονομαχία σώμα με σώμα μεταξύ Σαρλίζ Θερόν και Μισέλ Ροντρίγκεζ, που ίσως να είναι πιο εντυπωσιακή σκηνή δράσης σε σχέση με τις περισσότερες οδηγικές σεκάνς, κι ας μη βγάζει κανένα νόημα σεναριακά, και ένας Τζέισον Μομόα ως απολαυστικός τζεϊμσμποντικός κακός, αν και ιδεολογικά συζητήσιμoς, έτσι όπως η σεξουαλική αμφισημία και οι queer ενδυματολογικές και αισθητικές προτιμήσεις του αντιπαραβάλλονται με τη straight και macho «εντιμότητα» των καλών της υπόθεσης. Για κάποιους αυτά ίσως αρκούν, εμάς το θέαμα μάς έκανε οριακά… furious.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0