Mε τη σιωπηλή, ψυχαναγκαστικά αφαιρετική άσκηση ύφους του Salvo (2013), oι Ιταλοί Φάμπιο Γκρασαντόνια και Αντόνιο Πιάτσα έφτιαξαν όνομα στα φεστιβάλ, το οποίο θεμελίωσαν με το Sicilian ghost story (2017) – μαφιόζικη ιστορία κι εκείνο, ειπωμένη από την πλευρά των αμέτοχων θυμάτων, δυο ανηλίκων που επικοινωνούν μεταξύ τους μαγικά. Τα υπερβατικά στοιχειά και ένα υποθαλάσσιο στιγμιότυπο όπου η φρίκη συναντούσε την ποιητική φαντασία το έκαναν να ξεχωρίσει κάπως, μα ήταν από τις περιπτώσεις που η αφαίρεση καταντούσε έλλειψη. Οι παλιοί έλεγαν τη φράση «πουλάω φύκια για μεταξωτές κορδέλες», στα κινηματογραφικά πράγματα αρκεί η υιοθέτηση arthouse επιτήδευσης για να βρεθούν άνθρωποι (και φεστιβάλ) και να αγοράσουν αυτά τα «φύκια». Κι αν κάποτε οι δημιουργοί τους αποφασίσουν να βάλουν νερό στο (φεστιβαλικό) κρασί τους για να δουν τις ταινίες τους πέντε άνθρωποι παραπάνω, οι κριτικοί που καλύπτουν τα φεστιβάλ θα τους ψέξουν, εκεί που κάποτε τους αποθέωναν. Κάτι τέτοιο συνέβη με την περίπτωση του Iddu (2024), όπως είναι ο ιταλικός τίτλος της τρίτης ταινίας του σκηνοθετικού διδύμου.
Επιμένοντας γκανγκστερικά και σικελικά, η αφήγηση των Πιάτσα και Γκρασαντόνια ακολουθεί δύο άνδρες, τον κληρονόμο μιας μαφιόζικης οικογένειας –ο Iddu του ιταλικού τίτλου– που κρύβεται από τις Αρχές επί χρόνια και έναν διεφθαρμένο πρώην δήμαρχο που έκανε δουλειές με την οικογένεια, συνελήφθη για σειρά οικονομικών εγκλημάτων και μόλις αποφυλακίστηκε. Η Iταλική Mυστική Yπηρεσία προσεγγίζει τον τελευταίο για να στήσει παγίδα και να συλλάβει τον πρώτο κι αυτός βλέπει μια ευκαιρία να εξαλείψει το παθητικό του οικογενειακού τραπεζικού λογαριασμού και, γιατί όχι, να βγάλει και κέρδος. Όσο για τα Γράμματα από τη Σικελία του ελληνικού και του αγγλικού τίτλου, αναφέρονται στον τρόπο επικοινωνίας του κρυμμένου αρχιμαφιόζου με τα εναπομείναντα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης.
Απείρως πιο προσβάσιμη στο ευρύτερο κοινό σε σχέση με τους προκατόχους της, η ταινία φέρνει το χιούμορ στο σύμπαν των Ιταλών δημιουργών, ένα χιούμορ που υπηρετείται θαυμάσια από τον Τόνι Σερβίλο. Μίλια μακριά από τη μοδάτη περσόνα του, ο Σερβίλο βυθίζεται στον ρόλο μιας (κυριολεκτικά και μεταφορικά) λιγδιάρικης φιγούρας που θα θυμίσει αρκετά αντίστοιχους εγχώριους απατεωνίσκους στο ελληνικό κοινό. Το χιούμορ απογειώνεται σε σκηνές σαν εκείνες της σημειολογικής ανάλυσης των επιστολών από τον μπαγαπόντη ήρωα και τους μυστικούς πράκτορες, μα υπονομεύεται ελαφρώς από τη (μερική) απροθυμία των δημιουργών να εγκαταλείψουν την ελλειπτική (ή μάλλον ελλειμματική) φόρμα που τους έκανε γνωστούς στο arthouse κύκλωμα. Στα μάτια μας, πάντως, εδώ βρίσκουν μια ισορροπία ικανή να φέρει μελλοντικά μια ταινία στην οποία θα υποκλιθούν άπαντες.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0