Λίγο αν ασχολείστε με το σινεμά και αν διαβάζετε (ή ακολουθείτε) σχετικές ιστοσελίδες, θα έχετε πέσει πάνω σε κάποιο από τα δεκάδες άρθρα για τον «κορεσμό του υπερηρωικού σινεμά», με αφορμή τις χλιαρές (ή ακόμα και οικτρές) εισπρακτικές επιδόσεις μιας σειράς από ταινίες του είδους μέσα στο τελευταίο διάστημα. Φυσικά, θα συνεχίσουν να γυρίζονται ταινίες με υπερήρωες, κάποιες θα κάνουν και εισιτήρια, ίσως προκύψουν και μερικές πολύ καλές, όταν τα στούντιο και οι δημιουργοί θυμηθούν ότι το υπερηρωικό υποείδος είναι απλά η φόρμα για να πεις μια ιστορία με ένα θέμα και να καταθέσεις και κάτι γύρω από αυτό και δεν συνεχίσουν να προσεγγίζουν τη φόρμα ως αυτοσκοπό – τουλάχιστον στην κυρίαρχη, μέχρι πρότινος «ασφαλή» εκδοχή της. Aπλά, φαίνεται ότι οι συγκεκριμένες ταινίες δεν θα αποτελούν πια ούτε σίγουρο εμπορικό χαρτί, ούτε τον πρωταγωνιστή του box-office.

 

Στο ερώτημα από τι θα αντικατασταθούν, έχει απαντήσει ήδη η αγορά. Οι δύο εμπορικότερες ταινίες της χρονιάς είναι το «Super Mario Bros» και η «Barbie». Αν κάτι τις ενώνει, πέρα από μια επίκληση στον παράγοντα της νοσταλγίας, καθώς αφορούν παιχνίδια με τα οποία έχει συνδεθεί σε νεαρότερη ηλικία ένα συντριπτικό μέρος των θεατών, είναι ότι, ιδωμένες πιο αποστασιοποιημένα, αποτελούν αμφότερες μακροσκελείς διαφημίσεις ενός εμπορικού προϊόντος. Αν στο σινεμά είχαμε συνηθίσει το λεγόμενο product placement, με τις εταιρείες να πληρώνουν υπέρογκα ποσά ώστε ο Τζέιμς Μποντ να οδηγεί Aston Martin ή ο Σταλόνε να τρώει με τη Σάντρα Μπούλοκ  στα Taco Bell στο «Demolition Man» - ή στην Pizza Hut στο διεθνές cut της ταινίας- πλέον έχουμε το φαινόμενο να αποτελεί η ίδια η ταινία ένα μεγάλο product placement. Θα μας πείτε ότι και στο παρελθόν έχουν υπάρξει αντίστοιχα εγχειρήματα, δηλαδή ταινίες με αντικείμενο παιχνίδια και εμπορικά προϊόντα, χρηματοδοτημένες από τις εταιρείες τους με στόχο τη διεύρυνση του κύκλου εργασιών τους, αλλά δεν είχαν ανάλογη επιτυχία.

 

Ίσως είναι λίγο νωρίς για να εξετάσουμε το φαινόμενο και ενδεχομένως θα χρειαστούμε περισσότερα δείγματα και δεδομένα, αλλά, σε πρώτη φάση, σημαντικό ρόλο για το σουξέ των εν λόγω ταινιών φαίνεται να παίζει η πλήρης απενοχοποίηση της διαφήμισης και ενός (υπερ)καταναλωτικού προτύπου, αντίστοιχου με εκείνου που ξεκίνησε να διαμορφώνεται στα μέσα των ‘80s, θέριεψε στα ‘90s και καταλάγιασε με το κραχ του ’08,  μέσα από το instagram και το tik tok, που αποτέλεσαν τα βασικά εργαλεία της αναγέννησής του. Η νέα μορφή αυτού του προτύπου φέρει τα στοιχεία της (ψυχαναγκαστικής) ελαφρότητας, της συμμετοχικότητας – οι εταιρείες μας καλούν να γίνουμε μέρος της διαφημιστικής καμπάνιας, με την υπόσχεση «δωρεάν δειγμάτων» αλλά και λίγων ακολούθων παραπάνω-  και μιας (πάντα ακίνδυνης) αυτοπαρωδικής διάθεσης, ώστε να επιτευχθεί ευκολότερα και ομαλότερα η διείσδυση σε ένα κοινό γαλουχημένο στην κουλτούρα των memes και των gifs.

 

Το «Super Mario Bros» προσπαθεί να χωρέσει όσες περισσότερες πίστες και παραλλαγές παιχνιδιών με τον διάσημο υδραυλικό μπορεί, στη δε «Barbie» ο κυνισμός χτυπά κόκκινο σε σκηνές σαν εκείνη που παγώνει το καρέ για να θαυμάσουμε διαφορετικές αμφιέσεις του Κεν. Η δε απόδοση της παράθεσης των αμφιέσεων ως  χωρατό, εμπίπτει στις «προδιαγραφές» της προαναφερθείσας αυτοπαρωδικής διάθεσης και θυμίζει τα «διαφημιστικά» διαλείμματα στο «Truman Show», μόνο που εκεί στόχος ήταν το δηκτικό σχόλιο, ενώ εδώ ζητούμενο είναι ο θαυμασμός των περιφερειακών αξεσουάρ - και η επακόλουθη αγορά τους.

 

Για να μην παρεξηγηθώ, βρίσκω αρετές και στις δυο ταινίες – μπορείτε να αναζητήσετε και τις σχετικές κριτικές- έχουν ευρήματα και θεωρώ ότι εκπληρώνουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό τις «αποδραστικές» υποσχέσεις τους. Σε δεύτερο χρόνο, όμως, βρέθηκα να αναρωτιέμαι αν ακόμα κι ο παραμερισμός της παραδοσιακής αφηγηματικότητας προς όφελος μιας περιήγησης του θεατή στο εντυπωσιακά καμωμένο φιλμικό τους σύμπαν - ένα ακόμα κοινό στοιχείο τους που αρχικά λογάριασα για αρετή- πραγματοποιήθηκε λιγότερο για λόγους αισθητικής και αφηγηματικής διαφοροποίησης και περισσότερο για να σαγηνεύσουν ένα κοινό που έχει μάθει ότι «ιστορίες» είναι μια σειρά από ασύνδετες μεταξύ τους εικόνες και βίντεο.

 

Το «Gran Turismo» βασίζεται στο ομώνυμο παιχνίδι του Playstation και είναι ακόμα μια ταινία αυτής της κατηγορίας, μια ταινία-τοποθέτηση προϊόντος δηλαδή. Κι αν αμφέβαλες, το καθιστά σαφές μια εισαγωγή που δηλώνει καθαρά και ξάστερα ότι το παιχνίδι είναι ο καλύτερος προσομοιωτής αγώνων ταχύτητας που κατασκευάστηκε ποτέ. Οπότε ναι, θα παρακολουθήσεις ακόμα μια ταινία για ένα προϊόν – μετά εμβόλιμων τοποθετήσεων λοιπών συσκευών της Sony, βεβαίως, βεβαίως. Τουλάχιστον, το «Gran Turismo» είναι ευθύ και ειλικρινές και ενσωματώνει την προώθηση του προϊόντος σε μια παραδοσιακή αφηγηματική συνταγή, εκείνη του «Ρόκι», και ως προς αυτό το σκέλος ίσως να είναι εντιμότερο κινηματογραφικά από τη «Βarbie» κι από το «Super Mario Bros», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι και καλύτερη ταινία από εκείνες – δεν είναι. Το σενάριό του βασίζεται στην αληθινή ιστορία ενός δεξιοτέχνη gamer που μπήκε σε πραγματικούς αγώνες ταχύτητας και μέσα από σκληρή δουλειά και υπό την καθοδήγηση μιας παλιάς καραβάνας του αθλήματος – στο έργο τον υποδύεται ο αξιόλογος δευτεραγωνιστής Ντέιβιντ Χάρμπορ – κατάφερε να γίνει σύντομα ανταγωνιστικός σε επαγγελματικό επίπεδο.

 

Η συνταγή του «Ρόκι» παραμένει γοητευτική μέχρι σήμερα, γι’ αυτό και τόσες αθλητικές ταινίες την ακολουθούν, ενώ η αυτοκινητιστική δράση έχει σχεδιαστεί με μεράκι και έχει κινηματογραφηθεί με νεύρο και μονταριστεί με τρόπο ώστε να είναι πάντα διακριτή η γεωγραφία της – ποιος να το φανταζόταν ότι αυτό θα γινόταν και πάλι εξαίρεση και λόγος επαίνου στους καιρούς μας, όταν οι κινηματογραφικές «διδαχές» του Μάικλ Μπέι και των επιγόνων του έμοιαζαν να έχουν εγκαταλειφθεί οριστικά.  

 

Επειδή το εν λόγω παιχνίδι απευθύνεται εκ των πραγμάτων σε ένα πολύ ειδικότερο κοινό, μοιραία η συγκεκριμένη ταινία-product placement θα σημειώσει εισπράξεις σημαντικά χαμηλότερες από εκείνες των δύο μεγάλων επιτυχιών της χρονιάς. Αποτελεί, όμως, κι αυτή δείγμα της νέας εποχής που φαίνεται να ανατέλλει στο στουντιακό σινεμά, μιας εποχής που φαίνεται ότι θα καταστήσει εντονότερη από ποτέ την ταύτιση θεατή και καταναλωτή. Ας ελπίσουμε, στο μεταξύ, να μας φέρει και καλύτερες ταινίες από εκείνες του προηγούμενου «καθεστώτος».