Ο χρόνος είναι δικαστής, συνηθίζουμε να λέμε, κάτι που διαπιστώνει και o δικαστής Στέφαν Μόρτενσεν, παθαίνοντας εγκεφαλικό επί τω έργω. Θεωρώντας εαυτόν άξιο κριτή όλων, όχι μόνο όσων κάθονται στο εδώλιο του κατηγορουμένου στο δικαστήριό του, θα βρεθεί αβοήθητος σε γηροκομείο. Εκεί, τα βράδια ισχύει ο νόμος της Τζένι Πεν, μιας κούκλας στα χέρια του Ντέιβ Κρίλι, ενός ασθενούς που βασανίζει σαδιστικά τους υπόλοιπους ηλικιωμένους, με ιδιαίτερη προτίμηση στον Μάορι συγκάτοικο του δικαστή στο ίδρυμα.  Ο τυχαίος, απρόβλεπτος κι ολότελα άδικος τρόπος που εκτελεί τα βασανιστήρια του ο Κρίλι παραπέμπει στα βάσανα του γήρατος και στον τρόπο που τα διανέμει όποια ανώτερη δύναμη τα ορίζει, μα αυτό που ξεκινά ως παραβολή,  χάνει γρήγορα την αλληγορική του διάσταση επειδή γίνεται πολύ συγκεκριμένο, έπειτα χάνει και τη συνοχή του, επειδή καταλήγει ασυνάρτητο.

 

 Επίσης, το τεθλασμένο καδράρισμα και οι ευρυγώνιοι φακοί μπορούν να γεννήσουν μια εφιαλτική αλλοίωση της (φιλμικής) πραγματικότητας, μα ένας σκηνοθέτης είναι υπεύθυνος και για τον εξωτερικό και (ακόμα περισσότερο) τον εσωτερικό ρυθμό της ταινίας, είναι αρμόδιος για την κατάρτιση και τη διατήρηση ή έστω την αιτιοκρατική – προσοχή, όχι ορθολογική- κατάλυση της εσωτερικής λογικής της. Ο Τζέιμς Άσκροφτ παραμελεί αυτό το σκέλος των αρμοδιοτήτων του, μα ευτυχεί να έχει στη διάθεσή του δυο εξαιρετικούς ηθοποιούς, τον Τζέφρι Ρας, που αντιμετωπίζει τον ρόλο του με ζήλο και σοβαρότητα σαιξπηρικής ανάθεσης, και τον Τζον Λίθγκοου,  που ξαναβυθίζεται μετά από καιρό σε ρόλο μανιακού ανταγωνιστή και μας θυμίζει γιατί κάποτε μας έκοβε τα ήπατα.