Ο Ντομινίκ Μολ παραμερίζει την πολυπρόσωπη αφήγηση και τις σεναριακές συμπτώσεις της προηγούμενης, εξαιρετικά ενδιαφέρουσας δημιουργίας του με τίτλο «Seules les bêtes», συνεχίζει όμως να ζωγραφίζει σε ευρύτερο καμβά σε σχέση με τα κατά Σαμπρόλ πρώτα του βήματα.

 

Εδώ η αφήγηση εστιάζει στην προσπάθεια δύο αστυνομικών να λύσουν την άγρια δολοφονία μιας κοπέλας στην επαρχιακή κωμόπολη όπου έχουν διοριστεί. Η έρευνα εξελίσσεται σταδιακά σε μια εμμονική σταυροφορία που δεν απέχει πολύ από εκείνη των ερευνητών του φιντσερικού Zodiac, οι ένοχοι μοιάζουν να μην έχουν τελειωμό, μα τα στοιχεία δεν οδηγούν πουθενά. Στην πορεία αμφότεροι θα έρθουν αντιμέτωποι με τα στερεότυπα με τα οποία έχουν μεγαλώσει.

 

Η πιθανή αιτία της φαινομενικά ανεξήγητης οργής του ενός είναι ένα από τα καλά «μυστικά» μιας ταινίας που διαθέτει λιγότερα απ’ όσα θα έπρεπε για την ιδιοσυγκρασία της, επιστρατεύει ξανά τον γνώριμο διδακτισμό του σκηνοθέτη και υποκύπτει στον πειρασμό της επεξηγηματικότητας και της σχηματικότητας – καλός άντρας στο φιλμ είναι, τελικά, μόνο ο ασεξουαλικός άντρας.

 

Από την άλλη, η λεπτομερής ανάδειξη της αστυνομικής διαδικασίας δύσκολα θα αφήσει ασυγκίνητους τους φαν του είδους, ενώ η κατάδειξη του «ενόχου» πετυχαίνει τον στόχο της και με το παραπάνω. Όχι, το έγκλημα δεν μένει άλυτο. Ο ένοχος βρίσκεται, κατονομάζεται και εντοπίζεται σε μια γενικότερη νοοτροπία, τα αποτελέσματα της οποίας έχουμε παρακολουθήσει μέσα από την αναζήτηση των ηρώων. Κι αν είναι αδύνατο να συλλάβεις και να καταδικάσεις σε ισόβια κάθειρξη μια ιδέα, μπορείς τουλάχιστον να συνδράμεις στην αντικατάστασή της από μια άλλη, λιγότερο νοσηρή, βήμα-βήμα, πρώτα σε ατομικό και έπειτα σε συλλογικό επίπεδο.