Μια σεκάνς μονομαχίας στον βαθύ, λασπωμένο Μεσαίωνα ανοίγει δυναμικά το Last Duel, φέρνοντας στον νου επικές μνήμες του Μονομάχου, τη μεγάλη επιτυχία του Ρίντλεϊ Σκοτ. Μετά τη διαδικαστική προετοιμασία, φευγαλέα πλάνα των θεατών (ανάμεσά τους και ο βασιλιάς της Γαλλίας) και το πρώτο ισχυρό χτύπημα, η αναμέτρηση ανάμεσα στον Ζαν ντε Καρούζ και τον Ζακ λε Γκρι διακόπτεται και η ιστορία που εκτυλίσσεται αναδρομικά δεν έχει καμία σχέση με την οσκαρική οδύσσεια του Μάξιμους Ντέσιμους Μερίντιους, αλλά αποκαλύπτει σταδιακά τις πολλές αιτίες και την επώδυνη αφορμή για το φινάλε που θα κρίνει τη ζωή του ενός από τους δύο ευγενείς του δέκατου τέταρτου αιώνα.

 

Μπρούτος και ακαλλιέργητος, αλλά άνδρας πιστός και υπεύθυνος, με μπέσα και πάστα πολεμιστή, ο Ζαν ντε Καρούζ του Ματ Ντέιμον υπερασπίζεται την τιμή της γυναίκας του και, βεβαίως, τη δική του, όταν εκείνη του μαρτυρά πως ο Ζακ λε Γκρι (Άνταμ Ντράιβερ), ευνοούμενος του δούκα Ντ’ Αλανσόν (Μπεν Άφλεκ), ο οποίος παρεμπιπτόντως τον απεχθάνεται και του φέρεται επιτιμητικά από την πρώτη στιγμή που διασταυρώνονται στο πανί, τη βίασε μέσα στο οικογενειακό τους κάστρο.

 

Με δομή που παραπέμπει στο Handmaiden και εφαρμόζει το περίφημο Rashomon effect, η διαδρομή προς το περιστατικό και η ίδια η «αμφισβητούμενη φάση» αναλύεται σε τρία διαφορετικά μέρη με ισάριθμες οπτικές γωνίες, όπως τις υποστηρίζουν ο Ζαν, ο Ζακ και η σύζυγος Μαργκερίτ. Διασκευάζοντας το ιστορικό μυθιστόρημα του Αμερικανού συγγραφέα και ακαδημαϊκού Έρικ Τζέγκερ, ο Ρίντλεϊ Σκοτ στρέφει με αυθεντική περιέργεια την κάμερα που χειρίζεται ο πολύπειρος Ντάριους Βόλσκι στις εκδοχές που υπέγραψαν διαδοχικά ο Ματ Ντέιμον για τον δικό του χαρακτήρα, ο Μπεν Άφλεκ, ο οποίος δίνει φωνή στο πουλέν του, τον Ζαν λε Γκρι, και η Νικόλ Χολοφσένερ, υποψήφια για Όσκαρ για το υπέροχο Θα μπορούσες ποτέ να με συγχωρέσεις, η οποία δίνει σάρκα και οστά στο outsider αυτής της απίστευτης αληθινής ιστορίας.

 

Σε μια ταινία 158 λεπτών που αναπόφευκτα υποπίπτει στην επανάληψη της κατασκευής της, το γυναικείο pov, που βρίθει ΜeΤoo αντανακλαστικών, είναι και το πιο ενδιαφέρον, πετυχαίνοντας να ξεχωρίσει τις αποχρώσεις σε μια υπόθεση που ο θεατής εύλογα νομίζει πως έχει εξαντλήσει από τις δύο προηγούμενες φορές που έχει δει το «έργο». Γι’ αυτό και η Τελευταία Μονομαχία ουσιαστικά ανήκει στην Τζόντι Κόμερ, την 28χρονη Βρετανή νικήτρια στα Emmy και τα Bafta για το τηλεοπτικό της tour de force στο «Killing Eve». Η ανατρεπτική της επιδρομή στην τρίτη πράξη προσκαλεί το μυαλό να ανακαλέσει την στάση της στο σύνολο της πλοκής και να εκτιμήσει εκ νέου τον ρόλο της δίπλα στο υπερβολικό machismo των ανδρών που την πλαισιώνουν και, ο καθένας με τον τρόπο του, την παραμερίζουν.

 

Ο χώρος που δίνει ο Σκοτ στους ηθοποιούς του τον δικαιώνει. Ο Ντέιμον είναι άψογος στην υπηρεσία της συνολικής υπόθεσης της ταινίας, όπως πάντα, τέλειος εκφραστής της ιδιότητας του ερμηνευτή. Ο Ντράιβερ παίζει τον Λε Γκρι σαν απατεώνας Μπάιρον, ένας οπορτουνιστής του ρομαντισμού με απεριόριστες αλλαγές στο ηχόχρωμα του χαρακτήρα του. Σε μικρό σε διάρκεια ρόλο ο Άφλεκ μοιάζει με αναχρονιστική κωμική ανακούφιση, καθώς παιχνιδίζει σαν εκτροχιασμένος Καζανόβας και δεν πατάει σε καμία δόκιμη προφορά. Ακόμη και ο Άλεξ Λόθερ στον ρόλο του Κάρολου ΣΤ’ προσδίδει σατανική παιδικότητα σε έναν γελοίο ηγέτη. Όσο για τον Σκοτ, ξεδίνει στην τελική σεκάνς, επιδεικνύοντας με σαδιστική έμφαση ποιο από τα τρία σενάρια προτιμά πραγματικά.