Αν το Midsommar του Άρι Άστερ κάτι σας είπε, με το Καταραμένο Σκιάχτρο του Ρόμπιν Χάρντι θα την ακούσετε κανονικά, με την προϋπόθεση να ξεχάσετε την ύπαρξη του remake του Νιλ Λαμπιούτ με τον Νίκολας Κέιτζ. Το σενάριο έγραψε ο Άντονι Σάφερ, αδελφός του Πίτερ (Όσκαρ για το Αμαντέους), αμέσως μετά την πιο επιτυχημένη χρονιά της καριέρας του, καθώς το 1972 είχε υπογράψει την κινηματογραφική μεταφορά του δικού του θεατρικού, του Sleuth, με τον Μάικλ Κέιν και τον Λόρενς Ολίβιε, και το μοναδικό ακατάλληλο φιλμ του Άλφρεντ Χίτσκοκ, Frenzy.
Διαθέτοντας τη δύναμη να απαιτήσει top billing, όχι όμως περαιτέρω έλεγχο του υλικού που παρέδωσε διασκευάζοντας το μυθιστόρημα Ritual, εμπιστεύθηκε μια προχωρημένη εκδοχή του είδους της φρίκης, αναίμακτη αλλά καθόλου αναιμική, στον παραγωγό Πίτερ Σνελ και στον Χάρντι. Ο Σνελ έκανε τα πάντα για να γυριστεί μια ταινία που θα συνδύαζε διαφορετικά ιδιώματα και θα εξέπληττε τους ανύποπτους θεατές, αλλά έχασε τη θέση και την ισχύ του, και η British Lion, έχοντας στα χέρια της ένα θεωρητικά αντιεμπορικό έργο, έβαλε τα δυνατά της για να το εξαφανίσει από την κοινή θέα, θάβοντάς το στο λεγόμενο double billing, σε «δεύτερη προβολή» μετά το Don’t look now του Νίκολας Ρεγκ. Επιπρόσθετα, το στούντιο έκοψε πάνω από δέκα λεπτά από το πρωτότυπο μοντάζ χωρίς ιδιαίτερο λόγο και άφησε το νεγκατίφ στην τύχη του ‒ πιστεύεται πως πετάχτηκε μαζί με άλλα υλικά και πλέον βρίσκεται τσιμεντωμένο κάτω από βρετανικό αυτοκινητόδρομο.
Δυο άνθρωποι διατήρησαν τη μνήμη και την υστεροφημία του Wicker Man: ο πρωταγωνιστής Κρίστοφερ Λι, που δεν σταμάτησε ποτέ να πλέκει το εγκώμιο της ταινίας που θεωρούσε πως ήταν η καλύτερη της ογκώδους καριέρας του, και ο θρυλικός παραγωγός και σκηνοθέτης Ρότζερ Κόρμαν, που όχι μόνο τη διαφήμιζε ως μία τις σπουδαιότερες που έχουν γυριστεί ποτέ αλλά έσωσε τη μοναδική κόπια των 102 λεπτών που ενέκρινε ως την αρτιότερη ο Ρόμπιν Χάρντι. Δυστυχώς, η ολοκληρωμένη βερσιόν κυκλοφόρησε μόνο μία φορά, σε βίντεο, από τη Magnum Entertainment, και όσοι την έχουν δει υποστηρίζουν πως φωτίζει την αφήγηση με ακόμη πιο ψυχεδελικές σκηνές αλλά και κρίσιμους διαλόγους που σίγουρα θα ευχαριστούσαν τον Σάφερ αν ζούσε για να επιβλέψει την αποκατάσταση.
Οι κόπιες που κυκλοφορούν, συμπεριλαμβανομένης και της φετινής 4Κ, που γιορτάζει τα πενήντα χρόνια από την πρώτη κυκλοφορία της ταινίας, δεν ξεπερνούν τη μιάμιση ώρα και, ευτυχώς, η μαγεία δεν έχει χαθεί. Τουναντίον, σε σχέση με το ακροβατικό, ως συνήθως υπερφιλόδοξο και μόνο κατά τόπους ικανοποιητικό Midsommar, το Καταραμένο Σκιάχτρο ισορροπεί περίφημα τουλάχιστον πέντε αντιθετικές κινηματογραφικές αποχρώσεις, τη φρίκη, το αστυνομικό μυστήριο, το ψυχολογικό δράμα, το μελό και… το μιούζικαλ. Πέντε τραγούδια (το ένα από αυτά κόπηκε) γραμμένα από τον Πολ Τζιοβάνι στο ύφος της σκωτσέζικης παράδοσης, folk με ένα άγγιγμα ’70s flower power πλαισιώνουν πρωταγωνιστικά την υπόθεση και σε κάποιες περιπτώσεις οι στίχοι τους υποκαθιστούν τον διάλογο των ντόπιων στην παμπ. Ο τρόπος που επικοινωνούν μεταξύ τους, κωδικοποιημένα και περιπαικτικά, όπως και οι πρώτοι κάτοικοι που αντικρίζει στη στεριά του νησιού Σάμεραϊλ, κάπου στο σύμπλεγμα των Εβρίδων Νήσων, ξενίζει σε βαθμό περιφρόνησης τον υπαστυνόμο Νιλ Χάουι, ο οποίος πήγε μόνος του με υπηρεσιακό υδροπλάνο στην απομονωμένη νησιωτική κοινότητα για να βρει τα ίχνη ενός 13χρονου, υποτίθεται εξαφανισμένου κοριτσιού, της Ρόουαν Μόρισον, που έστειλε γράμμα ζητώντας βοήθεια, ποιος ξέρει με ποιον τρόπο και με τι κόστος.
Όσο προχωρά η έρευνά του, η απορία του μετατρέπεται σε σοκ και απέχθεια, καθώς διαπιστώνει πως βρίσκεται αντιμέτωπος με μια μικρή κοινωνία παγανιστών στα πρόθυρα της μεγάλης γιορτής της Πρωτομαγιάς: οι δασκάλες στο σχολείο μαθαίνουν στα παιδιά κάτι πολύ συγγενές στην ανθρώπινη αναπαραγωγή, κορασίδες χορεύουν γυμνές στους αγρούς, ζευγάρια επιδίδονται σε σεξουαλικές πράξεις ακριβώς έξω από την ταβέρνα/πανδοχείο του νησιού χωρίς να κρύβονται από τον επισκέπτη που έτυχε μιας ψυχρής υποδοχής ‒ το χειρότερο, η φερόμενη μητέρα της 13χρονης διαψεύδει κατηγορηματικά πως έχει κόρη με αυτό το όνομα ή πως έχει πεθάνει (η λέξη θάνατος απλώς προφέρεται ψιθυριστά, γενικώς αποφεύγεται και είναι ένα concept εκτός της λογικής του χωριού), ενώ η μικρή αδελφή της, που ζωγραφίζει αμέριμνη στο δωμάτιό της, τον χαρακτηρίζει χαζούλη, γιατί με αυτό το όνομα κυκλοφορεί ένας λαγός στα χωράφια!
Ο Χάουι, απελπιστικά μόνος, στρατευμένος σε έναν σκοπό που μόνο ο ίδιος θεωρεί ιερό, σταδιακά σιγουρεύεται πως η Ρόουαν ή έχει δολοφονηθεί ή πρόκειται να θυσιαστεί από πολίτες που δοξάζουν φαλλούς και λατρεύουν αρχαίους κέλτικους θεούς, συνωμοτούν εναντίον του και καταλύουν χωρίς άδεια το κράτος. Κρίστοφερ Λι χωρίς σεξουαλική απειλή, συλημένα νεκροταφεία και παρηγορητικά λογύδρια δεν νοείται, και το ενδιαφέρον, ελκυστικό και παραπλανητικό τρικ του Καταραμένου Σκιάχτρου είναι πως το τοτέμ της Hammer, σε πλήρη ακμή ‒μάλιστα την ίδια χρονιά που υποδύθηκε τον κακό στο Ζήσε και άσε τους άλλους να πεθάνουν‒, υπαινίσσεται μεν τον τρόμο, αλλά λειτουργεί ως διαφορετικός άρχοντας, ένας λόρδος που, όπως εξηγεί υπομονετικά και ψύχραιμα στον εμβρόντητο εκπρόσωπο του νόμου, υπηρετεί το όραμα των προγόνων του, τους υπηκόους και τον τόπο του, φροντίζοντας τη σοδειά των εξωτικών φρούτων που μεταφυτεύθηκαν πάση θυσία.
Μετά από μια σειρά ιστορικών δραμάτων με μεγάλη επιτυχία και εντελώς ακαδημαϊκή προσέγγιση, όπως το Μπέκετ του 1964, Ο άνθρωπος για όλες τις εποχές του 1966 και το Μαρία, Η Βασίλισσα της Σκωτίας του 1971, επιτέλους έρχεται ένα φρέσκο και ανακουφιστικό, κρυφοσατιρικό b-movie που μιλά δυναμικά για την πίστη και πετά στα σκουπίδια την κινηματογραφική σοβαροφάνεια, με πειραματική νηφαλιότητα.
Η συγκαλυμμένα κωμική αντιπαράθεσή του βαρύτονου σύγχρονου δρυΐδη Σάμεραϊλ με τον Χάουι στη μεγαλειώδη, αλά Dracula mansion, στο πιο εξωτικό βέβαια, έπαυλη και στα πολύχρωμα κτήματά του ολοκληρώνεται με την off camera διαπίστωσή του «για δες, ένας χριστιανός μπάτσος!». Το θέμα είναι πως ο πιστός αστυνόμος δεν έχει άλλο επιχείρημα να αντιτάξει στους θρησκευτικά διαφωνούντες συμπατριώτες του από το ότι το Στέμμα είναι επίσημα χριστιανικό. Η ενάρετη συμπεριφορά του δοκιμάζεται άγρια ένα από τα λίγα βράδια που θα περάσει στο «Καλοκαιρονήσι», όταν από την κρεβατοκάμαρά του ακούει την Μπριτ Έκλαντ ‒για όσους δεν τη γνωρίζουν, σύζυγο του Πίτερ Σέλερς και μούσα του Ροντ Στιούαρτ για το «Tonight’s the night», πιο φωτογραφημένη γυναίκα και απόλυτο sex σύμβολο της δεκαετίας εκείνης‒, να χτυπιέται ολόγυμνη σε έναν πρόδηλα επικλητικό χορό, με την πόρτα που τους χωρίζει να ανοίγει διάπλατα και να κλείνει μετά βίας, σε μια αντιστροφή ρόλων: ένας θηλυκός βρικόλακας προσφέρεται πρόθυμα και το αρσενικό θύμα παλεύει με την πίστη και το καθήκον για να μην εξουδετερωθεί.
Με πάλλευκα βαμμένο πρόσωπο και μια μακριά μαύρη κόμη να έχει αντικαταστήσει την ημιαποτυχημένη κατσαρή περούκα του, ο Κρίστοφερ Λι, κλείνοντας το μάτι για μία ακόμη φορά στο τέρας που τον έκανε διάσημο, ηγείται των μασκαράδικων πανηγυρικών εορτασμών που οδηγούν τον δύσμοιρο πουριτανό, εκτός από τους εντυπωσιακούς παράκτιους γκρεμούς και σε μια περίτεχνη παγίδα, στην πικρή και μοιραία συνειδητοποίηση που σήμερα, μισό αιώνα μετά την πρώτη, ηρωική, όπως αποδείχθηκε, έξοδο του Wicker Man στις αίθουσες, είναι περισσότερο επίκαιρη από ποτέ: ο βίαιος διαχωρισμός της κοινωνίας που βασίζεται σε βαθιά διαφορετικές πεποιθήσεις είναι απλώς θέμα άποψης (όσο κι αν φωνάζουν οι οπαδοί μιας πίστης πως εκείνοι κατέχουν το αλάθητο δίκαιο).
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0