Στην τρίτη του σκηνοθετική απόπειρα μετά τη γλυκιά Αγάπη στα 16 και τη Δεμένη Κόκκινη Κλωστή δεν επιχειρεί μόνο μια υπερφιλόδοξη καταγραφή της διαφθοράς του κοινωνικού DNA του τόπου μας από τον πόλεμο μέχρι τα χρόνια του ΠΑΣΟΚ αλλά και μια ευγενή χειρονομία να την αποδώσει με αφηγηματικά κατανοητούς, σχεδόν παραστατικούς όρους.

 

Η ραχοκοκαλιά του Luger είναι ο Κώστας (Γιώργος Τσουρής, τιμημένος με το Βραβείο Χορν) που, in media res, βρίσκεται σε νοσοκομείο μετά από σοβαρό, αν και ειρωνικό, όπως φαίνεται στο φινάλε, ατύχημα και στη διάρκεια της ανάρρωσής του, παρέα με έναν θυμόσοφο, μπουχτισμένο, κλασικό νεοέλληνα (Ερρίκος Λίτσης, η κωμική ανακούφιση μέσω ενός καθημερινού χαρακτήρα), ξεδιπλώνει με φλασμπάκ μια επική ζωή στη σκιά του θείου του (Τάσος Νούσιας), ενός αυτοδημιούργητου μεγιστάνα, από το φτωχικό ξεκίνημα στην Κρήτη μέχρι την εγκαθίδρυσή του στις ανώτερες σφαίρες επιρροής.

 

Οι προθέσεις είναι εμφανείς από την αρχή, αλλά ο σαιξπηρικά μελοδραματικός τρόπος κατεύθυνσης του σεναρίου και της διεύθυνσης των ηθοποιών υπονομεύει την αληθοφάνεια μιας τραγωδίας που ασθμαίνει σε όλη τη διάρκεια του δίωρου δράματος.