«Κάνε μου τη χάρη, μην καπνίζεις πριν από το δείπνο, θα καταστρέψεις τον ουρανίσκο σου», ικετεύει ο γεμάτος αδημονία Τάιλερ (Νίκολας Χουλτ) τη φίλη του Μάργκο (Άνια Τέιλορ-Τζόι) λίγο πριν πάρουν το ναυλωμένο σκάφος για να μεταβούν μαζί με μια ετερόκλητη παρέα συνδαιτυμόνων στο υπερ-exclusive εστιατόριο του φημισμένου και δύστροπου σεφ Τζούλιαν Σλόβικ ‒ ο Ρέιφ Φάινς το διασκεδάζει, με σαιξπηρικά σουσούμια.

 

Όλοι θα δοκιμάσουν το Μενού, για διαφορετικούς λόγους: o εν λόγω foodie γιατί έχει τον Σλόβικ θεό του και θέλει να του αποσπάσει την προσοχή με τις ψαγμένες παρατηρήσεις του, τρεις χρηματιστές για να λένε ότι πήγαν στο μοδάτο it φαγάδικο, ένας ξοφλημένος ηθοποιός για να τον δουν και να σώσει τη σχέση με τη θυμωμένη ερωμένη του, μια διαβόητη ρεστοκριτικός (υπέροχη η Τζάνετ Μακτίρ) με τον δουλοπρεπή αρχισυντάκτη της και ένα γερασμένο ζευγάρι που βαρι0έται τη ζωή του, γιατί πολύ απλά έχουν 1.250 δολάρια ο καθένας να ξοδέψουν και δεν είναι η πρώτη φορά που θα δοκιμάσουν τα πολύπλοκα πιάτα που κυμαίνονται από στρείδι με αφρούς και ψωμί χωρίς ψωμί μέχρι τις εκπλήξεις που μετατρέπουν αυτή την κωμωδία θρίλερ σε μια στυλιζαρισμένη σάτιρα που μοιάζει με το Game του Ντέιβιντ Φίντσερ, αλλά εξελίσσεται σε γαϊτανάκι τρόμου ενάντια στην κουλτούρα της γαστριμαργίας ως θεατρικής σκηνής τοξικών ταξικών αντιθέσεων.

 

Ο Άνταμ Μακέι ως παραγωγός και οι δημιουργοί του Succession προσπερνούν τη διάχυτη πλάκα στη γοργή αρχική περιγραφή της δομής ενός τέμπλου υψηλής εστίασης με αυτονομία και πρωτοτυπία στη συλλογή, στη συντήρηση και στην εκτέλεση γιατί θέλουν να το γυρίσουν σε σοβαρότερη καταγγελία για τους εκμαυλισμένους τερψιλαρύγγιους κάλπηδες και τους αδικημένους, συνεπώς εκδικητικούς καλλιτέχνες της κουζίνας.

 

Το Μενού, ωστόσο, δεν διαθέτει την ένταση και την προσήλωση που έκαναν το τηλεοπτικό «Bear» μια πραγματικά ουσιαστική εμπειρία που ποντάρει στην αγωνία και αναδεικνύει τους χαρακτήρες πάνω από τις γεύσεις, καθώς στην ταινία του Μαρκ Μάιλοντ, εκτός από διασκεδαστικές στιγμές εδώ κι εκεί, κυριαρχούν τα σχήματα και η υπερβολή, δίνοντας την αίσθηση μιας παρασχεδιασμένης, χαμένης ευκαιρίας για τη δολοφονία της απόλαυσης των αισθήσεων από την τυραννία της εννοιολογικής επιτήδευσης.