Το υποχόνδριο αγόρι από την Γκουανταλαχάρα, που ξόδευε τα εκατό δολάρια, με τα οποία τον φιλοδωρούσε ο επίσης αρρωστοφοβικός πατέρας του, όταν τον συνόδευε στα ταξίδια του στο Τέξας, αποκλειστικά στα κόμικς, ενηλικιώθηκε και δεν έχει ανάγκη πλέον τα τέρατα. Για να είμαστε πιο ακριβείς, εδώ δεν επικαλείται τη φαντασία, αυτό το περίφημο και πολυβραβευμένο κράμα φόβου και αγαλλίασης που έπλασε από το Kronos μέχρι τη Μορφή του Νερού, για να στεγάσει τους μυθιστορηματικούς του ήρωες στις αλληγορικές, συναρπαστικές περιπέτειες απόδρασης από τη σκληρή πραγματικότητα.
Στο Μονοπάτι των χαμένων ψυχών ο Στάντον Καρλάιλ (Μπράντλεϊ Κούπερ) δεν μπορεί να πάρει το βλέμμα του από ένα βάζο με ένα έμβρυο με τρία μάτια που βρίσκεται στο ράφι, σε περίοπτη θέση, μαζί με τα υπόλοιπα αξιοπερίεργα «αντικείμενα» που διατηρεί στο αυτοσχέδιο γραφείο του ο Κλεμ (Γουίλεμ Νταφόου), ιδιοκτήτης ενός καρναβαλικού τσίρκου. Έχει κάψει το σπίτι του και όταν το freak του τσίρκου αρρωσταίνει, ο Κλεμ τον προσλαμβάνει για να τον βοηθήσει να βολέψει το δύστυχο και απεχθές geek στο κλουβί του. Σταδιακά, ο Στάντον κολλάει στον θίασο και γίνεται ο τύπος για όλες τις δουλειές, κυρίως όμως προσέχει πώς ο αλκοολικός Πιτ (Ντέιβιντ Στράδερν) και η σύζυγός του, το υποτιθέμενο μέντιουμ Ζίνα (Τόνι Κολέτ), αναπτύσσουν φράσεις με κωδικούς για να προσελκύσουν το κοινό σε μία από τις πιο δημοφιλείς παραστάσεις.
Στο μεταξύ, ο Πιτ πεθαίνει και ο Στάντον παίρνει τη θέση του, ερωτεύεται μια όμορφη κοπέλα του θιάσου, τη Μόλι (Ρούνι Μάρα), εγκαταλείπουν το μπουλούκι και μετακομίζουν στη Νέα Υόρκη, όπου μια νέα καριέρα περιμένει τον σαγηνευτικό καιροσκόπο. Ο αυτοχρισθείς The Great Stanton εργάζεται σε πολυτελείς σάλες της Νέας Υόρκης, με τη Μόλι βοηθό και πασαδόρο στην κωδικοποιημένη επικοινωνία με τους νεκρούς. Εκεί ετοιμάζεται για το μεγάλο κόλπο: ο πανίσχυρος Έζρα Γκριντλ (Ρίτσαρντ Τζένκινς) δίνει γη και ύδωρ για να διώξει τις τύψεις που τον στοιχειώνουν για τον μεγάλο έρωτα της ζωής του, μια γυναίκα που πέθανε από την έκτρωση που εκείνος της είχε ζητήσει.
Ωστόσο, το σοβαρό εμπόδιο στην ανέλιξη του Στάντον είναι η Λίλιθ Ρίτερ (Κέιτ Μπλανσέτ). Αν και τον έχει καταλάβει, η πρώτη ανάγνωση δεν της αρκεί, την ιντριγκάρει το θράσος του και θέλει να τον ψυχαναλύσει. Τον προσκαλεί στο λουσάτο ιατρείο/γραφείο της, σ’ ένα επαναλαμβανόμενο face-off που παραπέμπει ευθέως στο νουάρ που γυρίστηκε το 1947 από τον Έντμουντ Γκούλντινγκ και βασίστηκε επίσης στο μυθιστόρημα του Γουίλιαμ Γκρέσαμ.
Προχωρημένο για την εποχή του, το όχημα που είχε επιλέξει τότε με επιμονή, και παρά τις αντίθετες συμβουλές, ο Τάιρον Πάουερ για να επιβεβαιώσει την αλλαγή πλεύσης στην καριέρα του, μετά και το φιλόδοξο Razor’s Edge, βούλιαξε εμπορικά, ίσως εξαιτίας της άκαμπτα σκοτεινής φύσης του μακιαβελικού, αντιφατικού πρωταγωνιστή. Αναδρομικά εξετάζοντάς το, το φιλμ του σκηνοθέτη του Dinner at Eight (ενός ικανότατου εντολοδόχου των στούντιο που εδώ δείχνει αρετές σε διακυμάνσεις του ψυχισμού πέρα από τους διαλόγους) διαθέτει δύναμη και πρωτοτυπία, καθώς και οξυδερκέστατη διεύθυνση του Πάουερ, αν και θολώνει από το αταίριαστο φινάλε.
Ο Ντελ Τόρο και ο Κούπερ, ο οποίος είναι συμπαραγωγός, επιμένουν στη μεταφορά του μυθιστορήματος του Γκρέσαμ παρά σε remake της προηγούμενης ταινίας, κυρίως επειδή σέβονται το ανοιχτό, «αλύτρωτο» τέλος της ιστορίας, μια αυλαία που ταιριάζει σε έναν άνθρωπο ο οποίος σε μια Αμερική που δεν είχε προλάβει να συνέλθει από το Κραχ και προθερμαινόταν για τον Δεύτερο Παγκόσμιο απηχεί μια βαθύτατη κρίση αξιών, στοχεύει πολύ ψηλά και τρομάζει όταν κοιτάζει με δέος την κατάντια στην οποία μπορεί να περιέλθει ανά πάσα στιγμή. Είναι, κατά βάση, μια χαμένη ψυχή και το μονοπάτι του στηρίζεται στο τέχνασμα.
Τεχνικά εντυπωσιακή, κάτι παραπάνω από άρτια, με μοναδική απώλεια την ευδιάκριτη μουσική συμβολή του Αλεξάντρ Ντεσπλά που εδώ απουσιάζει, η εκδοχή του Ντελ Τόρο μοιάζει και είναι γυαλισμένη, αλλά η πατίνα της τελειότητας δικαιολογείται απόλυτα: ο κόσμος του καρναβαλιού στέκει σαν μαγική όαση πρόσκαιρης διασκέδασης και ιδανική κρυψώνα αταίριαστων νομάδων στην περιρρέουσα ανέχεια (σαν να μην υπάρχει τίποτε τριγύρω και να ξεχωρίζει ο πολύχρωμος τροχός, ένα σύμβολο των αλλεπάλληλων σπιράλ της κατάβασης στο ναδίρ), ενώ η πολυτέλεια της Νέας Υόρκης έπεται αμφίσημα, καθώς υποδέχεται τον αλαζόνα Στάντον και την ταπεινή Μόλι στο ονειρικό περιβάλλον μιας ευκαιρίας που παραείναι καλή για να είναι αληθινή, σαν την αχλή μιας υπέροχης απάτης που υφίσταται όσο υπάρχει κοινό εύπιστο και πρόθυμο να παρηγοριέται σε μεταφυσικές πλάνες.
Το εφεύρημα του homme fatal είναι ίσως μοναδικό στη μυθολογία του νουάρ, οφείλεται στον συγγραφέα Γκρέσαμ (μια άτυχη φιγούρα των γραμμάτων, που αφαίρεσε τη ζωή του ξεχασμένος και πένης), αναβαθμίζει το παλπ ύφος σε κάτι πολύ πιο σημαντικό σε διάσταση και δραματικότητα από τα υπόλοιπα και αναδεικνύεται ευρύτερα και κινηματογραφικότερα από τον Ντελ Τόρο ‒ σε σχέση με τον Γκούλντινγκ. Η ιδιαιτερότητα της δομής του Nightmare Alley είναι ότι ο άνδρας κυριαρχεί, δεν είναι θύμα, κορόιδο ή γκάνγκστερ, απλώς μπλεγμένος στα δίχτυα μιας αρχετυπικής μοιραίας. Όταν τον συναντούμε για πρώτη φορά, δεν έχει τίποτε να χάσει και το σενάριο (της ζωής του αλλά και της ταινίας) ρίχνει στο διάβα του, σαν χαρτιά ταρό, τρεις πατρικές φιγούρες και τρεις γυναικείες επιλογές.
Οι άνδρες στην πορεία του τού παρουσιάζουν τα προβλήματα που οφείλει να λύσει και οι γυναίκες τού προτείνουν τα μονοπάτια που θα μπορούσε να ακολουθήσει (όταν σηκώνει το φύλλο του Κρεμασμένου, η Τόνι Κολέτ δείχνει να το περιμένει, αλλά του θυμίζει πως είναι στο χέρι του να αλλάξει πεζοδρόμιο). Ωστόσο όλη η ταινία ποντάρει στη μέθη της ύβρεως, το high του αμνήμονος ανθρώπου που έλκεται από τα άκρα και το παίζει Θεός, γνωρίζοντας πολύ καλά το μέγεθος του τσαρλατανισμού του αλλά και την ικανότητά του να γοητεύει. Και ενώ ο Μπράντλεϊ Κούπερ διαθέτει τη θεωρία και το παράστημα, στο σύνολο της παράστασης που ανεβάζει (την εξίσωση της ερμηνείας και του show πίσω από αυτήν) υπολείπεται. Είναι σαν να μην αντιμετωπίζει το κενό της ψυχής του με δέος, συνεπώς δεν μας τρομάζει με τα ρίσκα που παίρνει. Η εγγενής «λεβεντιά» του δεν ξεπέφτει στο επίπεδο που υποδεικνύει ο χαρακτήρας του, ενώ ο επίσης όμορφος και καλοστεκούμενος Τάιρον Πάουερ γλιστρούσε πιο πειστικά σε έναν ζόφο πιο κοντινό στον ρόλο και την εποχή του.
Το θεσπέσιο αντιστάθμισμα στην απόδοση του Κούπερ είναι η Λίλιθ Ρίτερ της Μπλανσέτ, ο δυναμικός καταλύτης που ξεγυμνώνει τις κατεσταλμένες επιθυμίες του Στάντον πίσω από την υπολογισμένη συμπεριφορά του, αντιγυρίζοντας την κωδικοποίηση του λόγου με ανοιχτά αινίγματα. Σε κάθε ραντεβού στο υπέρκομψο κολαστήριό της ορκίζεσαι για τη σωματική εμπλοκή τους, αλλά η λαγνεία τους αφορά αποκλειστικά στο μυστήριο του άρρητου. Η δεινή Μπλανσέτ, η δεξιοτεχνία της οποίας δείχνει να μην έχει όρια, κατασκευάζει ένα περίτεχνο συμπίλημα απ’ όλες τις ξανθές fatales του ρεπερτορίου της ασημένιας οθόνης, λούζεται με χρυσαφένια αύρα και αδιαφορεί αυθεντικά, διότι, εκτός από το ότι δεν έχει να χάσει κάτι, δεν περιμένει τίποτα. Είναι το κρυφό τέρας της ταινίας, σχεδόν μη ανθρώπινη, ανεξήγητη, χωρίς περιστροφές και ξεριζωμένη από οποιαδήποτε πραγματικότητα (ο Άντον Σιγκούρ έρχεται στον νου…), ο διάβολος με άψογη περιβολή, ο πιο τρομακτικός από τους πολλούς, απατηλούς καθρέφτες που ορθώνει ο Γκιγιέρμο ντελ Τόρο στη φοβισμένη ανομία του κακόμοιρου Στάντον.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0