Το κομμένο αυτί που κατατρώνε έντομα στο γκαζόν, ένα μάλλον μικρό δείγμα απαγωγής που στράβωσε στην πορεία, ανοίγει την κερκόπορτα του μεγάλου και ανεξήγητου μυστηρίου στο Μπλε Βελούδο, το ψυχοσεξουαλικό θρίλερ που καθιέρωσε τον Ντέιβιντ Λιντς ως αρχιερέα του ασυνείδητου και εξορκιστή των συλλογικών φόβων στο αμερικανικό σινεμά. Ειδικά για μια ταινία που τοποθετείται στην καρδιά των μάτσο και γυαλιστερών ’80s, το επάλληλων αφηγήσεων και πολυγωνικής δομής δράμα ενός δημιουργού που προσπαθούσε να συνέλθει από την αφαίρεση διπλώματος που υπέστη με το κάζο του Dune (εκεί όπου ο παραγωγός Ντίνο ντε Λαουρέντις του θύμισε απότομα πως δεν διαθέτει το προνόμιο του final cut) έσκασε σαν όαση μέσα στη λειψυδρία οράματος και πρωτοτυπίας σε ένα άτολμο, βαρύγδουπο και θρασύ περιβάλλον, τοποθετώντας τη δράση του σε μια ειδυλλιακή πολίχνη, σφιχτά βιδωμένη στη διαφημιστική τελειότητα της δεκαετίας του ’50. Η εμμονή του Τζέφρι Μπομόν (Μακλάκλαν), του νεαρού σπουδαστή που επιστρέφει στην ηλιόλουστη γενέτειρά του μετά την ανακοπή καρδιάς του πατέρα του, με την Ντόροθι Βάλενς, μια εντυπωσιακή γυναίκα που ανακαλύπτει ακολουθώντας τα ίχνη μιας παράξενης υπόθεσης, σταδιακά συμβαίνει σε έναν ονειρικό τόπο όπου συμβιώνουν το αστυνομικό νουάρ και η απαγορευμένη επιθυμία.

 

Ο Λιντς σκηνοθετεί κάτι ανάμεσα σε εφηβικό έπος απ’ όπου περιμένεις να ξεπηδήσει μια pin-up τύπου Σάντρα Ντι, σαν ανάμνηση της δικής του εφηβείας, και ένα εκτροχιασμένο δράμα με μοιραίες γυναίκες και διεστραμμένους δολοφόνους που δεν υπέγραψε ποτέ ο Μπίλι Γουάιλντερ. Κι ενώ υπονομεύει συνεχώς τον ρεαλισμό της εγκληματικής πλοκής κάτω από τα ανήξερα μάτια μιας φιλήσυχης κοινότητας/βιτρίνας (παραλλαγή του Truman Show με βαριεστημένους κατοίκους από τη «Ζώνη του Λυκόφωτος»), με ένα θεοσκότεινο, σε βαθμό παρεξήγησης χιούμορ, αν θυμηθούμε την τσαντισμένη κριτική του Ρότζερ Ίμπερτ στην εποχή του, ο χειρισμός των γυναικών της ταινίας είναι απολύτως σοβαρός, ανατριχιαστικός και πολύ μπροστά από τους αδιάφορους καιρούς του: το καλό κορίτσι, η Λόρα Ντερν στην πρώτη της συνεργασία με τον αγαπημένο της σκηνοθέτη, παίζει τη στωική, καθωσπρέπει, καταπιεσμένη φιλενάδα που ελπίζει ο καλός γαμπρός να δει ποια είναι στην πραγματικότητα (αυτή τον βοηθά να βουτήξει στο παραισθητικό, αποκαλυπτικό λαγούμι, όπως κάθε σωστή Αλίκη στη φιλμογραφία του Λιντς).

 

Από την άλλη, η Βάλενς της Ιζαμπέλα Ροσελίνι φέρει το βάρος της ξελογιάστρας, μασκάροντας το τραύμα της δικής της απαγωγής, του συζύγου και του γιου τους πίσω από μια υπερσεξουαλική περσόνα. Έχει βιαστεί και εξευτελισθεί από τον φευγάτο αρχιγκάνγκστερ (Ντένις Χόπερ), είναι κακοποιημένη σε βαθμό συνδρόμου της Στοκχόλμης από τον σαδιστή αφέντη της, απολύτως εξαρτημένη από τη βούλησή του, τρομαγμένη πέρα από τη λογική, τόσο που ταυτίζεται πλέον με μια καταδικασμένη performer σε ένα εναλλακτικό σύμπαν που καθόλου συμπτωματικά ο Μπομόν βρίσκει συναρπαστικό, είτε το μπανίζει μέσα από την ντουλάπα είτε το χαζεύει πρώτο τραπέζι πίστα. Αυτή την παράμετρο στην καρδιά του μαιάνδρου των συναισθηματικών αντανακλάσεων και της αινιγματικής πορείας προς το μυστικό που δεν τολμά να φανερωθεί κανείς δεν την είχε υπολογίσει και ελάχιστοι διέκριναν στην πρώτη προβολή της ταινίας που αποτέλεσε αναπάντεχη εισπρακτική επιτυχία, έβγαλε τον Λιντς από το στενό κύκλωμα του καλλιτεχνικού ελιτισμού, του χάρισε την πρώτη από τις δύο του υποψηφιότητες για Όσκαρ Σκηνοθεσίας και προσγείωσε ομαλά τον σινιέ σουρεαλισμό του σε θεατές που δεν τον είχαν καν υποψιαστεί. 

 

Ανεξάρτητα από το βάθος και τους γρίφους, η αρχική σεκάνς με τους φράχτες και τα τέλεια στοιχισμένα λουλούδια κάτω από τον βαθύ σαν μπλε βελούδινο ουρανό, τη μάνικα απ’ όπου αναβλύζει ακατάσχετα νερό και το σκυλί που χοροπηδάει σε αργή κίνηση πάνω από τον πεσμένο πατέρα που σπαρταράει με ένα νήπιο να πλησιάζει ανύποπτο υπό τη συνοδεία του μελένιου αναστεναγμού του Μπόμπι Βίντον παραμένει μια καυτή, ολόφωτη επίθεση στις αισθήσεις, ιδανική εισαγωγή στο κελάρι του ασυνείδητου και μαζί στο αξεπέραστο σερί του Ντέιβιντ Λιντς που θα ακολουθούσε.