O εύλογα ντροπαλός και εσωστρεφής τραπεζικός υπάλληλος Νέιθαν Κέιν πάσχει από γεννησιμιού του από την εντυπωσιακή πάθηση της συγγενούς αναισθησίας στον πόνο με ανίδρωση. Κάθε τρεις ώρες το alarm στο ρολόι χειρός του τού υπενθυμίζει να ουρήσει για να μη σκάσει η κύστη του και δεν έχει φάει ποτέ στη ζωή του στερεά τροφή για να μη δαγκώσει ακούσια τη γλώσσα του και αιμορραγήσει ακατάσχετα. Αυτό το ευγενικό κινητό ανθρώπινο φαρμακείο με τις άπειρες γνώσεις και την άχαρη, επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα βρίσκει αίφνης ερωτικό ενδιαφέρον σε μια συνάδελφό του, τη Σέρι Μασγκρέιβ, η οποία τον έλκει αμέσως και τον κερδίζει, ξεφτιλίζοντας, στο γρήγορο πρώτο τους ραντεβού σε ένα μπαρ, έναν παλιό του συμμαθητή από το δημοτικό που τον αναγνωρίζει, αποκαλώντας τον «Νοβοκαΐνη», το υποτιμητικό, αλλά ειλικρινώς ευφάνταστο παρατσούκλι που του είχαν κολλήσει τα παιδιά λόγω του επωνύμου του (Caine, από το Novocaine), σπάζοντάς τον στον ξύλο στη συνέχεια, αφού γνώριζαν εκ των προτέρων πως δεν θα αισθανθεί τίποτε και δεν θα αντιδράσει με φωνές.
Το θέμα είναι αν μέρος του ανίατου προβλήματός του είναι και η ερωτική ηδονή, αλλά η θριαμβευτική επιβεβαίωση για το αντίθετο διακόπτεται άδοξα με μια αναπάντεχη ληστεία στο κατάστημα όπου δουλεύει. Ένας υπάλληλος πέφτει νεκρός από πυροβολισμό και οι δράστες παίρνουν μαζί τους τη Σέρι ως όμηρο. Κόντρα στην έμφυτη δειλία του, ο Νέιθαν θα καβαλήσει το πρώτο άδειο αστυνομικό όχημα και θα κυνηγήσει την πρώτη και μοναδική του αγάπη χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες, μόνο για να αντιληφθεί, με αρκετή καθυστέρηση, πως η κατάσταση δεν είναι ακριβώς αυτή που φαίνεται.
Οι σκηνοθέτες Νταν Μπερκ και Ρόμπερτ Όλσεν ξεκινούν με μια έξυπνη ιδέα, υποτάσσοντας αβίαστα την ασυνήθιστη συνθήκη ενός απρόθυμου ήρωα σε μια ασυνθηκολόγητα ρομαντική υπόθεση: ένας άνδρας που δεν έχει να χάσει τίποτε, αλλά μια ζωή φοβάται τα πάντα γιατί έτσι τον έχουν μεγαλώσει, επιτέλους συμφιλιώνεται με την ιδέα του θανάτου, εξισώνοντάς τον με τον μεγάλο έρωτα. Ωστόσο, γρήγορα καταλαβαίνουμε πως οι δημιουργοί της μαύρης κωμωδίας Villains πονηρά προσπαθούν να χωρέσουν ένα σφηνάκι ρομαντικής κομεντί σε μια περιπέτεια που απλώνει και ξεχειλώνει όσο περνά ο χρόνος και το ξυλοφόρτωμα ενός αναίσθητου στον πόνο, καθόλου άπονου σάκου του μποξ παίρνει σαδιστικές διαστάσεις για χάρη του μαύρου χιούμορ – κορυφαίος villain εδώ είναι ο Ρέι Νίκολσον, γιος του Τζακ, κάτι που φαίνεται από το διάπλατα διεστραμμένο, τύπου Λάμψης χαμόγελο. Φρέσκος από τη φετινή επιτυχία του επίσης κινηματογραφικού Companion, ο Τζακ Κουέιντ, μοναχοπαίδι του Ντένις και της Μεγκ Ράιαν, που όσο περνά η ώρα μοιάζει με αμερικανική, νεανική εκδοχή του Κόλιν Φερθ, είναι φιλότιμος, φυσικός και γλυκός απέναντι στο παιχνιδιάρικο φλερτ της χαρισματικής Άμπερ Μιντθάντερ (η Νάρου από το Prey), αλλά σταδιακά η αυτοθυσία χάνει τον σκοπό και τη δόξα της.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0