«Είμαι πολύ γέρος γι’ αυτό», μονολογεί ο Λίαμ Νίσον, έχοντας μόλις κατατροπώσει τρεις μπράβους με τον γνώριμο τρόπο της ύστερης φιλμογραφίας του. Τότε ίσως θα έπρεπε να σταματήσει να το κάνει, θα πούμε εμείς, ειδικά σε μια ταινία όπου υποδύεται τον Φίλιπ Μάρλοου, τον διάσημο ιδιωτικό ντετέκτιβ του Ρέιμοντ Τσάντλερ, ο οποίος έχει πάρει κατά καιρούς τη μορφή του Nτικ Πάουελ, του Τζέιμς Γκάρνερ, του Έλιοτ Γκουλντ, του Ρόμπερτ Μίτσαμ και, φυσικά, του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ.

 

Ο Μάρλοου έχει την καταβεβλημένη πλην βλοσυρή φύση και όψη του τυπικού ήρωα νουάρ, μα η ηθική του πυξίδα δείχνει πάντα προς τη σωστή κατεύθυνση, θα πρέπει να συμβεί κάτι τρομερό για να περάσει στην γκρίζα ζώνη – όπως, π.χ., στο «Long Goodbye» του Όλτμαν, το οποίο έτσι κι αλλιώς τηρεί μια αναθεωρητική στάση απέναντι στον ήρωα και στα γραπτά του Τσάντλερ. Την κόπωση ο Νίσον την αποπνέει, τη βεβαιότητα του κοινού για τα αγνά κίνητρά του την έχει χτίσει μέσα στα χρόνια εμπλουτίζοντας το «ειδικό σετ από ικανότητες» μέσα από τις περιπέτειες στις οποίες εμφανίζεται, έχει και τη δέουσα, πολυκαιρισμένη χροιά η φωνή του.

 

Έλα, όμως, που υστερεί λίγο στην όψη και, πολύ περισσότερο, στην απόδοση μιας βασικής ιδιότητας του ήρωα. Ο σαρκασμός είναι δεύτερη φύση του Μάρλοου, υπάρχει ένας συγκεκριμένος ρυθμός και μια επίμονη καυστικότητα στην πένα του Τσάντλερ και ειδικά στα λόγια του χαρακτήρα. Εδώ, ό,τι βγαίνει από το στόμα του Νίσον νιώθεις ότι το λέει ειλικρινά, ενώ 9 στις 10 φορές είναι σαρκασμός και ειρωνεία. 

 

Αν και μας είναι συμπαθής όσο λίγοι και ένας αδιαμφισβήτητα αξιόλογος ηθοποιός, ο Νίσον μοιάζει έξω από τα νερά του στο φιλμ και, με δεδομένο ότι υποδύεται έναν Μάρλοου σε προχωρημένη ηλικία, θα έπρεπε να συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο – σε αυτό το στάδιο της ζωής και της καριέρας του ο ήρωας το έχει ξαναδεί το έργο πολλές φορές και ξέρει απέξω την πλοκή. Ίσως να φταίει και ο Νιλ Τζόρνταν, βέβαια, που μοιάζει να μην έχει αποφασίσει αν θέλει να κάνει ένα αυτοπαρωδικών (προ)διαθέσεων νουάρ, έναν αγνό φόρο τιμής στο είδος ή να ανοίξει διάλογο με αυτό – η ελευθεροστομία, η αντικατάσταση του κιαροσκούρο με υπερφωτισμένα πλάνα και κάποιοι μοντερνισμοί παραπέμπουν στο τελευταίο, ο εναγκαλισμός της τσαντλερικού τύπου ίντριγκας και ο τρόπος εκφοράς του λόγου τον υπόλοιπων μελών του καστ στο δεύτερο, ενώ το score του Ντέιβιντ Χολμς, που ενσωματώνει στις τζαζίστικες (και ενίοτε αναχρονιστικά funky) μελωδίες του το «Caravan» και το «I’ll be Seeing you», φλερτάρει με το πρώτο. 

 

Τίποτα από τα τρία δεν γίνεται σωστά, στο τέλος το φίδι από την τρύπα το βγάζουν η σκηνογραφία, οι απολαυστικά γραφικοί χαρακτήρες, που (είθισται να) συναντά ο ήρωας στη διαδρομή του προς τη διαλεύκανση της πάντα εξεζητημένης υπόθεσης, και τα σινεφιλικά κλεισίματα του ματιού – από τη διπλή αναφορά στο «Γεράκι της Μάλτας» μέχρι την παρουσία του Ντάνι Χιούστον σε έναν ρόλο αντίστοιχο με εκείνον του πατέρα του στην «Τσαϊνατάουν». Δυστυχώς, ο Νιλ Τζόρνταν για ακόμα μια φορά μας απογοητεύει, εκεί που κάποτε μας γοήτευε συστηματικά.