Yπάρχουν cult ταινίες και έπειτα υπάρχει και ο Μεγάλος Λεμπόφσκι. Που δεν θα δώσει απλώς στον Τζεφ Μπρίτζες, της πολυετούς καριέρας και της βαριάς φιλμογραφίας, τον χαρακτήρα για τον οποίο θα τον θυμόμαστε, ούτε θα κάνει μόνο το White Russian και πάλι δημοφιλές κοκτέιλ, αλλά θα γεννήσει ακόμα και δική του θρησκεία, τον dude-ισμό, μια κοσμοθεωρία που ενσωματώνει στοιχεία από τον ταοϊσμό, πολυάριθμο ποίμνιο, χιλιάδες ιερείς που μπορούν να τελέσουν γάμους ανάμεσα στους πιστούς και τη μέρα της επίσημης πρεμιέρας της ταινίας στις ΗΠΑ ως… Χριστούγεννα.

 

Όπως οι περισσότερες cult ταινίες, ο Λεμπόφσκι απέτυχε στα ταμεία όταν κυκλοφόρησε, αγνοήθηκε παντελώς όχι μόνο από τα Όσκαρ αλλά και από τις Ενώσεις Κριτικών, για να ανακαλυφθεί και να αγαπηθεί γρήγορα από την αγορά του βίντεο και να γνωρίσει όχι απλώς κριτική επανεκτίμηση αλλά και κριτική αποθέωση στα χρόνια που ακολούθησαν. Δεν χρειάζεται να γράψουμε περισσότερα επ’ αυτών, αρκεί απλώς να επισημάνουμε πόση ώρα μπορεί να χρειαστεί για να σβήσει το χαμόγελο από το πρόσωπο δυο φαν της ταινίας όταν ανταμωθούν τυχαία και κάποιος εκ των δύο αναφερθεί σ’ αυτήν και ανάψει η συζήτηση – πάρα πολλή, σε περίπτωση που δεν γνωρίζεις την απάντηση.

 

Η ταινία ξεκινά με έναν αφηγητή καουμπόι –απολαυστικός ο Σαμ Έλιοτ– να έρχεται από κάπου μακριά, από πολύ παλιά, μαζί με τη χαρακτηριστική ξερή αφάνα που παρασέρνει ο άνεμος στα γουέστερν, και να καταλήγει στο Λος Άντζελες των ’90s για να αφηγηθεί την ιστορία του Τζεφ Λεμπόφσκι που προτιμά να τον αποκαλούν «The Dude». Η παλιοϊστορία στην οποία θα εμπλακεί ο ήρωας παραπέμπει ευθέως σε παρωδία τσαντλερικής –εκ του Ρέιμοντ Τσάντλερ– ίντριγκας, η οποία, παραδοσιακά, όσο περνά η ώρα περιπλέκεται αντί να ξεδιαλύνεται.

 

Όπως συνηθίζεται στην τσαντλερική μυθοπλασία, ο ήρωας, εδώ ένα απρόθυμο υποκατάστατο του τσαντλερικού ντετέκτιβ, θα γνωρίσει στη διαδρομή του εκκεντρικούς χαρακτήρες, δίνοντας στους Κοέν τη δυνατότητα να εμπλουτίσουν την πινακοθήκη χαρακτήρων τους με απερίγραπτες φιγούρες, διαλεγμένες μία προς μία ‒ δεν αναφερόμαστε μόνο στις προφανείς αλλά και στις δευτερεύουσες, από τον σφουγγοκωλάριο του Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν ως τον πορνοβιομήχανο του Μπεν Γκαζάρα.

 

Διαβάζοντας, θα παρατήρησες ήδη ότι οι Κοέν έχουν ξεκινήσει από την Άγρια Δύση, ενσωματώνουν στο σενάριό τους κάτι από την γκανγκστερική μυθολογία που θέριεψε στα ’30s και στα ’40s, βάζουν τον βετεράνο πολέμου, συνωμοσιολόγο και φανατικό της οπλοκατοχής του Τζον Γκούντμαν να μιλά διαρκώς για το Βιετνάμ και τοποθετούν τη δράση στα ’90s, αναφερόμενοι, μοιραία, στην ένοπλη επέμβαση στο Ιράκ – ναι, ακόμα και ο Σαντάμ χωρά στον Μεγάλο Λεμπόφσκι.

 

Μέσα στα πρώτα λεπτά του έργου, δηλαδή, διατρέχουν την αμερικανική ιστορία που είναι γεμάτη από συγκρούσεις. Παρατηρώντας λίγο περισσότερο τον περίγυρο του Dude και το τι συμβαίνει, κάτι που μόνο σε επαναληπτικές προβολές μπορείς να κάνεις, όταν έχεις πια εξοικειωθεί με τα απανωτά χτυπήματα σουρεαλιστικής κωμωδίας και random σεναριακών ευρημάτων –αν σε πιάσει το χιούμορ της ταινίας, φυσικά–, θα διαπιστώσεις ότι είναι γεμάτος από ετερόκλητες προσωπικότητες, έτοιμες να συγκρουστούν δι’ ασήμαντον αφορμή. Διάολε, ακόμα και η αγαπημένη ασχολία των κεντρικών ηρώων είναι το μπόουλινγκ, ένα ευγενές χόμπι μεν, αλλά εδώ δοσμένο στην εντελώς ανταγωνιστική του μορφή. Και δεν είναι τυχαίο ότι στην ταινία δεν βλέπουμε ποτέ τον Dude να παίζει.

 

Πριν προχωρήσουμε, να ξεκαθαρίσουμε ότι, λίγο πολύ, το σύνηθες μοτίβο του κοενικού σινεμά είναι το εξής: το χάος κυριαρχεί στον κόσμο και μόνες σταθερές είναι η τυχαιότητα, η αδικία και ο θάνατος. Σε αυτή την ταινία, π.χ., ο Dude κατά τύχη έχει το ίδιο όνομα με έναν πολυεκατομμυριούχο και μπλέκει σε περιπέτειες, ο Ντόνι αγαπά περισσότερο από οτιδήποτε το μπόουλινγκ, αλλά στην τελευταία του παρτίδα θα δει μια κορίνα να μένει όρθια, σαν ένα παράδοξο, σαδιστικό συμπαντικό αστείο σε βάρος του και μετά θα έρθει ο αναπάντεχος θάνατος. 

 

Από αυτή την αφετηρία, στις μαύρες στιγμές του αχτύπητου καλλιτεχνικού διδύμου γεννιέται τραγωδία, στις πιο ελαφριές κωμωδία και, βέβαια, υπάρχει και το Serious Man που τα συνδυάζει και τα δύο αρμονικά, και γι’ αυτό είναι σπουδαίο. Συνήθως ο κοενικός ήρωας πιστεύει ότι μπορεί να ταξινομήσει και να διευθετήσει το χάος, τις περισσότερες φορές λόγω βλακείας, ο Dude όμως είναι μια διαφορετική περίπτωση. Αν και άεργος, αν και μονίμως μαστουρωμένος, μοιάζει να αντιλαμβάνεται όσα γράψαμε λίγο πριν και οι περισσότεροι επιλέγουμε να αγνοήσουμε, και να προτείνει μια διαφορετική στάση ζωής, η οποία αντιλαμβάνεται τον άλλο ως ένα σύνολο αντιφάσεων και όχι ως αντίπαλο.

 

Ναι, ο Dude είναι χίπης και δεν μετέχει στο ΑΕΠ της χώρας του, ταυτόχρονα, όμως, όπως εύστοχα παρατήρησε ο φίλος και συνάδελφος Ηλίας Δημόπουλος σε παλιότερη συζήτησή μας για την ταινία, ενθουσιάζεται βλέποντας ότι ο συνονόματος Λεμπόφσκι έχει κρεμασμένες στον τοίχο του φωτογραφίες με τη «Νάνσι», όπως την αποκαλεί – τη Ρίγκαν. Στην τελευταία προβολή, δε, είχα παρατηρήσει ότι στο σπίτι του έχει και πόστερ με τον Νίξον να παίζει μπόουλινγκ. Ο συνάδελφος ισχυριζόταν ότι ο Λεμπόφσκι είναι Ρεπουμπλικάνος, για μένα όχι απαραίτητα.

 

Ασπάζεται μέρος από το lifestyle και τη mentalité των χίπηδων, αλλά εκτιμά για τους δικούς του λόγους και τη «Νάνσι». Αποτελεί περισσότερο μια δύναμη ισορροπίας, ένα σύμβολο (πέρα για πέρα ανθρώπινης) αντίφασης και τελικά, αντίστασης στην πόλωση και στον διχασμό. Αν είκοσι πέντε χρόνια μετά την πρεμιέρα κάτι έχει να μας πει ο ήρωας –και κατ’ επέκταση η ταινία–, εκεί το εντοπίζω, στον ενδεδειγμένο τρόπο να αντιμετωπίζουμε τις καταστάσεις και τους ανθρώπους γύρω μας, αναγνωρίζοντας και όχι παραγνωρίζοντας την «ανθρώπινη κωμωδία», όπως την αποκαλεί ο αφηγητής στον επίλογό του.

 

Ο εραστής της (σοσιαλμιντιακής και μη) πόλωσης δεδομένα θα κατηγορούσε τον Dude για «ισαποστακισμό» –τι ωραία που έχουμε αντικαταστήσει τα επιχειρήματα με στείρα λήμματα–, θα έβλεπε στο πρόσωπό του ακόμα έναν εχθρό και θα του έκανε πιθανότατα μια υβριστική επίθεση. Ο Dude θα του απαντούσε νηφάλια «well, you know, that’s just, like, your opinion, man», όπως ακούγεται να λέει και στο έργο, και θα προχωρούσε παρακάτω.

 

Σε κάθε περίπτωση, στον κόσμο θα συνεχίσει να κυριαρχεί το χάος και μοναδικές σταθερές θα παραμείνουν η τυχαιότητα, η αδικία και ο θάνατος. Απλώς, ο ένας από τους δύο δεν θα βοηθούσε να γίνει ο κόσμος ένα ελαφρώς καλύτερο μέρος για όσους κατοικούν σε αυτόν, όχι γιατί νομίζει πως έχει το δίκιο με το μέρος του, που κάλλιστα μπορεί να το έχει και καλώς το διεκδικεί, αλλά επειδή είναι πεπεισμένος ότι μόνο αυτός έχει το δίκιο με το μέρος του και επιχειρεί να το επιβάλει διά πυρός και σιδήρου στον (όποιον κάθε φορά) «άλλο». Κι αυτό δεν είναι καθόλου λεμποφσκικό εκ μέρους του.