Οι Μηχανόβιοι βασίζονται στο φωτογραφικό άλμπουμ του Ντάνι Λάιον με ενσταντανέ και συνεντεύξεις bike riders που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1968. Ένα λεύκωμα με σποραδικές μαρτυρίες αποτελεί σπάνια σεναριακή πηγή, ωστόσο στα χέρια του Τζεφ Νίκολς μετατρέπεται σε δραματική αφετηρία μιας κοινότητας που εξελίσσεται αυτοδύναμα, σαν ζωντανός οργανισμός που διεκδικεί τον χώρο του σε μια κοινωνία που τον χαζεύει, τον φοβάται και τον αποστρέφεται. Ταυτόχρονα σχολιάζεται μια υποκουλτούρα που ασκεί προφανή γοητεία από την εποχή που τα πρώτα «άγρια μωρά» όργωναν τους αυτοκινητόδρομους καβάλα στις μηχανές για να οργανωθούν σε ομάδες, νομάδες που κανείς δεν ήταν σίγουρος αν φτιάχτηκαν για να σπείρουν το χάος ή για να προστατέψουν τις νομαδικές τους υπάρξεις από τους περίεργους.

 

Ο Τζόνι (Τομ Χάρντι) και η παρέα του απλώς κάνουν… παρέα. Χαίρονται να συχνάζουν στα μπαρ και τα μπιλιαρδάδικα και να είναι έτσι όπως είναι, χωρίς απολογητική διάθεση ή όρεξη για πολλές συναναστροφές με τους άλλους. Το νέο μέλος είναι ο Μπένι (Όστιν Μπάτλερ), λακωνικός, βαρύς και λίγο πιο ποζάτος από τους υπόλοιπους. Η Κάθι (Τζόντι Κόμερ) δεν βρίσκει καθόλου χαριτωμένους αυτούς «τους βρομερούς τύπους με τους ακάλυπτους αφαλούς» που χασκογελάνε ασταμάτητα, αλλά τσιμπάει στο τραυματισμένο μυστήριο που αποτελεί ο Μπένι. Πλατωνικά τον ερωτεύεται και ο Τζόνι, ο οποίος βρίσκεται σε μεταβατική φάση, τεστάρει την ειλικρίνεια και την αφοσίωσή του, μήπως και στο όμορφο πρόσωπό του βρει τον διάδοχο της αγέλης.

 

Η συμπληρωματική συμβίωσή τους θυμίζει τον ανταγωνισμό που προσωρινά δημιουργήθηκε μεταξύ Μάρλον Μπράντο και Τζέιμς Ντιν: το βρυχώμενο λιοντάρι κόντρα στο εύθραυστο κουτάβι. Λένε, μάλιστα, πως όταν σκοτώθηκε ο Ντιν, ο Μπράντο έχασε την όρεξη για βελτίωση και μαζί το κίνητρο για καλλιτεχνικό ρίσκο, ώσπου ήρθε ο Κόπολα να τον σώσει από τους κινηματογραφικούς του μαιάνδρους. Σε μια σκηνή, ο Τζόνι αντιλαμβάνεται πως μιμείται τον «δερμάτινο» Μπράντο στον Ατίθασο με φόντο την αφίσα της εμβληματικής ταινίας του ’50 και αμέσως αποστρέφει το βλέμμα του, σαν να ξέρει πως αυτός είναι το προφανές πρότυπο και τον τσάκωσαν στα πράσα.

 

Ο Νίκολς του Mud και του Take Shelter ξέρει να αφηγείται όσο λίγοι ιστορίες πολύπλοκων και παρεξηγημένων περιθωριακών χωρίς υπερβολές και παρεμβάσεις, και στους Μηχανόβιους δημιουργεί το κλίμα για να αναπνεύσουν, να συγχρωτιστούν, να συγκρουστούν και να εκτροχιαστούν, όπως κάθε γκρουπ διαφορετικής έκφρασης μετατρέπεται σε άνομη συμμορία από τη στιγμή που η βία τρυπώνει στα σπλάχνα του. Η στάση του Τζόνι και η αντίδραση του Μπένι κυριαρχούν μέχρι τέλος, αν και η Κάθι της αποφασιστικής Τζόντι Κόμερ (Killing Eve, η Τελευταία Μονομαχία) παραμένει το κλειδί: συνδετικός κρίκος και εκφωνητής, ο χαρακτήρας της γειώνει τον μύθο και τις ψευδαισθήσεις που γεννά και αφηγείται τις ζωές τους από μέσα, σαν ένας κανονικός άνθρωπος με όνειρα και απογοητεύσεις που βρέθηκε στο μάτι ενός μικρού κυκλώνα, αλλά δεν λύγισε – ένα εξαιρετικά λειτουργικό σεναριακό εύρημα σε μια ταινία ανάριας πλοκής και δραματικής επίγευσης.