Είκοσι χρόνια πριν, χάρη στο Oldboy, τα μάτια της Δύσης στράφηκαν για τα καλά στο νοτιοκορεάτικο σινεμά, η άνοιξη του οποίου είχε ξεκινήσει μερικά χρόνια νωρίτερα. Βοήθησε, φυσικά, η δυτικότροπη φτιαξιά του, η περιστασιακή επίκληση της φλασάτης ασθητικής που κυριαρχούσε στο δυτικό σινεμά της εποχής, τα δάνεια από το αρχαιοελληνικό δράμα. Aκόμα και το σάουντρακ επικαλείται ένα δυτικό μουσικό είδος, το βαλς, και τα κομμάτια του φέρουν τίτλους θρυλικών ταινιών του δυτικού κινηματογραφικού κανόνα. Αν και έτυχε(;) να συμπέσει την ίδια χρονιά με άλλες, πασίγνωστες πια ταινίες του ντόπιου σινεμά –το Μemories of Murder, το Άνοιξη, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνας και Άνοιξη, το Τale of two sisters‒, το Oldboy δημιούργησε την απαραίτητη έκρηξη. Τα υπόλοιπα ακολούθησαν και από τότε η νοτιοκορεάτικη κινηματογραφία παραμένει από τις πιο αγαπημένες μας, έστω κι αν μόνο ένα μικρό μέρος της καταφθάνει στις οθόνες μας.

 

Στην ταινία ένας άντρας, ο Ο Ντε-Σου, πέφτει θύμα απαγωγής και φυλακίζεται για δεκαπέντε χρόνια σε ένα επιπλωμένο δωμάτιο, χωρίς να γνωρίζει τον λόγο, με μοναδικό δίαυλο επικοινωνίας με τον έξω κόσμο μια τηλεόραση. Από εκεί μαθαίνει ότι η γυναίκα του δολοφονείται και ότι η αστυνομία θεωρεί τον ίδιο θύτη, ενώ τα ίχνη της κόρης του χάνονται – αργότερα θα πληροφορηθεί ότι έχει υιοθετηθεί από ζευγάρι Σουηδών. Μια μέρα, μια υπνωτίστρια τον επισκέπτεται στη φυλακή του και τον υπνωτίζει. Όταν ξυπνά, βρίσκεται στην ταράτσα ενός ψηλού κτιρίου. Αυτό που ακολουθεί είναι μια ιστορία εκδίκησης –διπλής εκδίκησης, μάλιστα‒ με σκηνές ανθολογίας, όπως εκείνη στον διάδρομο, την οποία αρκετοί προσπάθησαν να μιμηθούν, μα ελάχιστοι κατάφεραν.  Ή τουλάχιστον έτσι θυμόμασταν την ταινία, μέχρι να την ξαναδούμε.

 

Γιατί τα πράγματα μπορεί να μην είναι τόσο απλά. Ναι, η εκδίκηση είναι μια βασική θεματική της ταινίας – βασίζεται σε manga, άλλωστε. Ας μην ξεχνάμε, δε, ότι είναι και το μεσαίο μέρος της επονομαζόμενης Τριλογίας της Εκδίκησης του σκηνοθέτη της. Συμβαίνουν πραγματικά, όμως, όσα βλέπουμε και αν ναι, εξελίσσονται στον ενεστώτα; Βλέπεις, στην ταράτσα όπου ξυπνά ο Ντε-Σου συναντά έναν άνδρα με ένα σκυλί στα χέρια, έτοιμο να αυτοκτονήσει. Τα λόγια του άντρα –«ακόμα κι αν δεν είμαι καλύτερος από ένα τέρας, δεν έχω το δικαίωμα να ζήσω τη ζωή μου;»‒ τα επαναλαμβάνει και ο ίδιος, και είναι τα λόγια με τα οποία κλείνει την επιστολή του στο φινάλε της ταινίας. Ο Ντε-Σου σώζει τον άνδρα τελευταία στιγμή πριν αυτοκτονήσει και του αφηγείται την ιστορία του μέχρι εκείνο το σημείο. Όταν, όμως, θέλει κι ο άνδρας με τη σειρά του να του εκμυστηρευτεί τον λόγο για τον οποίο θέλει να αυτοκτονήσει, ο Ντε-Σου αποχωρεί άμεσα.

 

Κι αν στο μυαλό μας εντυπώνεται η ιδέα ότι ο Ντε-Σου φεύγει, γιατί δεν βλέπει την ώρα να εντοπίσει τους απαγωγείς του, να μάθει την αιτία της συμφοράς του και να πάρει εκδίκηση, μήπως, στην πραγματικότητα, απλώς δεν θέλει να ακούσει; Και πώς μπορεί να αναφέρεται στο «Τέρας» στο voice-over του δευτερόλεπτα μετά, όταν το «Τέρας» είναι ένας μηχανισμός άμυνας που αναπτύσσεται στο τέλος της ταινίας; Και για ποιον λόγο το καμπανάκι της υπνωτίστριας το ακούμε (και) σε ένα σημαντικό φλασμπάκ; Και έπειτα, γιατί απ’ όλα τα μουσικά είδη του κόσμου ο Παρκ Τσαν-Γουκ επέλεξε το βαλς, ο ρυθμός του οποίου στηρίζεται σε ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο, και γιατί ντύνει με αυτό καίρια σημεία του έργου του, αν όχι για να δηλώσει την επανάληψη; Και, ως γνωστόν, κόλαση είναι η επανάληψη. Βρε, λες η φυλακή όπου βρίσκεται εγκλωβισμένος ο Ντε-Σου  να μην είναι υλική και να μην έχει βγει ποτέ από αυτή; 

 

Σωστή σπαζοκεφαλιά, έτσι; Κι όμως, ο Παρκ Τσαν-Γουκ μας έχει δώσει δυο κλειδιά για να λύσουμε τον «γρίφο» του. Το ένα έρχεται στην αρχή, όταν ο πρωταγωνιστής μάς ενημερώνει ότι το όνομά του σημαίνει, σε ελεύθερη απόδοση, «αυτός που ζει μέρα με τη μέρα», «αυτός που ζει μόνο στη στιγμή». Και για να συμβεί αυτό, για να ζει, δηλαδή, κάποιος μόνο (σ)τη στιγμή, απαιτείται, πέρα από την αγωνία του μέλλοντος, να φύγει από την εξίσωση και το άχθος του παρελθόντος.

 

Το δεύτερο κλειδί είναι το όραμα με τα μυρμήγκια που έχει o Nτε-Σου όταν ακούει την είδηση της δολοφονίας της συζύγου του. Όπως τον ενημερώνει αργότερα η Μίντο, μια νεαρή γυναίκα που γνώρισε σε ένα εστιατόριο, παραισθήσεις με μυρμήγκια έχουν συνήθως οι άνθρωποι που νιώθουν μοναξιά – η σουρεαλιστική σκηνή με το μυρμήγκι στο μετρό είναι από τις πιο λυρικές στιγμές του έργου. Και ποιος, άραγε, είναι ο ιδανικός τρόπος για να μην αισθάνεται κανείς μόνος του; «Γελάς και ο κόσμος γελά στο πλευρό σου. Δακρύζεις, και δακρύζεις μόνος» ‒ η πιο χαρακτηριστική ατάκα της ταινίας. Και το γέλιο γίνεται πιο εύκολο, αν καταχωνιάσεις τα κρίματά σου σε μέρος που δεν θα τα βρει κανείς, ενδεχομένως ούτε εσύ. Βασικά, κυρίως εσύ. Και, αφού το καταφέρεις, μπορείς να φορέσεις το ωραιότερο χαμόγελό σου και να βγεις στον έξω κόσμο και να δεις τους υπόλοιπους «γελαστούς» ανθρώπους να γίνονται φίλοι σου. Και θα γελάτε μαζί, αφήνοντας το «Τέρας» σας να κλαίει μόνο του, καθώς γνωρίζει την αλήθεια και κουβαλά την αβάσταχτη ευθύνη όσων τραυμάτων προκαλέσατε και σας προκάλεσαν. Ποιος ξέρει, κατά βάθος ίσως γι’ αυτό να αγαπήσαμε τόσο το βαλσάκι από το σάουντρακ της ταινίας και γι’ αυτό να το συνδυάσαμε με μοναχικές νύχτες μας.

 

Ω ναι, είναι πολύ πιο εύκολο και λιγότερο επώδυνο να θυμόμαστε το έργο του Παρκ Τσαν-Γουκ ως μια στυλιζαρισμένη, υπερβίαιη ιστορία εκδίκησης, να ξεμπερδεύουμε με ένα «μα τι γαμάτη ταινία», όταν κάποιος το αναφέρει. Έτσι μπορούμε συνεχίζουμε να γελάμε, απωθώντας την πικρή αλήθεια του. Kαι είκοσι χρόνια μετά, το «αστείο» του Oldboy μοιάζει πιο «ξεκαρδιστικό» από ποτέ. Δοκιμάστε να το (ξαν)ακούσετε και θα γελάσετε κι εσείς μαζί του. Μέχρι δακρύων.