Από τις μείζονες στιγμές μεταμεσονύκτιου τρόμου εντός του 21ου αιώνα, το «Insidious» αποτελεί μια σινεφιλική, ψυχαγωγικότατη, ταυτόχρονα κοψοχολιαστική και αστεία φιλμική λιχουδιά που γέννησε και ένα franchise τρόμου. Μετά από δυο ανεξάρτητες, επί της ουσίας, ιστορίες μέσα στο σύμπαν του «Insidious», επιστρέφουμε στην οικογένεια της πρώτης ταινίας, ώστε πατέρας και γιος να λύσουν τις διαφορές τους και να ξεμπερδέψουν ( ; ) με το σκοτεινό παρελθόν και τον δαίμονα που τους κυνηγά.

 

Εκεί που στο «Insidious» τα έγχορδα παίζουν στη διαπασών και, παρά το περιορισμένο σκηνικό και το λιλιπούτειο budget, ο Τζέιμς Γουάν κατορθώνει να πλάσει ένα μαξιμαλιστικό θέαμα, ο Πατρικ Γουίλσον επιλέγει πιο ήσυχους τόνους στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο και θέλει να κάνει μία πιο «σοβαρή» ταινία τρόμου. Δεν έχει, δυστυχώς, τη βοήθεια ενός σεναρίου με το δέον δραματικό ψαχνό, συχνά εγκλωβίζεται στην ανάγκη να συνδεθεί το έργο με τα προηγούμενα… επεισόδια, αλλά τόσο ωραία στήνει τις βινιέτες τρόμου του, αξιοποιώντας τον χώρο εντός του κάδρου και, μάλιστα, παραμερίζοντας τη μουσική, ώστε να ελπίζεις κάποιος να του δώσει σύντομα μια δεύτερη ευκαιρία πίσω από τον φακό κι ένα καλό σενάριο. Εμφανώς πρόκειται για σκηνοθέτη που έχει πράγματα να δώσει, αν του επιτραπεί να ανοίξει την «κόκκινη πόρτα» του είδους.