Η ταινία της Άντρεα Μπάγκνι ξεκινά με ένα γουντιαλενικό μοντάζ πόλης –εδώ της Μαδρίτης– συνοδευόμενο από ένα απόσπασμα από την «Ωραία Κοιμωμένη» του Τσαϊκόφσκι. Οι γουντιαλενικές αναφορές δεν θα σταματήσουν ούτε στον Νευρικό Εραστή και στον αυτοσχεδιασμό της ηρωίδας γύρω από το τι θα έλεγε η Άνι Χολ σε μια ενδεχόμενη επιστροφή της, αν και μοιάζουν περισσότερο με δικά της λόγια, παρά της Άνι Χολ – θα επιστρέψουμε σε αυτό. Το σκηνοθετικό ντεμπούτο της Άντρεα Μπάγκνι ενώνει τον Γούντι Άλεν με τη νουβέλ βαγκ και το mumblecore, για να αφηγηθεί την ιστορία της Ραμόνα, μιας επίδοξης ηθοποιού που μετακομίζει στην ισπανική πρωτεύουσα με τον σεφ σύντροφό της και συναντά έναν άγνωστο άντρα σε μπαρ, νιώθει άμεση έλξη γι’ αυτόν και, ενώ τα αισθήματα είναι αμοιβαία, εκείνη το βάζει στα πόδια. Σε μια τυπική ρομαντική σύμπτωση, ο άντρας του μπαρ είναι ο σκηνοθέτης της ταινίας για την οποία περνά από οντισιόν την επόμενη μέρα.

 

Μοιρασμένο σε έξι κεφάλαια, το φιλμ έχει τις αρετές αλλά και τις αδυναμίες μιας πρώτης ταινίας, τη ζωηράδα μα και την επιπολαιότητα. Από μια πλευρά, είναι ακριβώς σαν την ηρωίδα του, η οποία δεν ξέρει ακριβώς τι θέλει ή φοβάται να παραδεχτεί όσα θέλει, περιμένει από άλλους να αποφασίσουν για εκείνη και, όταν αποφασίζει η ίδια, δεν αναγνωρίζει στον εαυτό της το «επίτευγμα» της λήψης της απόφασης, μα ούτε και τις συνέπειες της τελευταίας. Στις εκκλήσεις του Μπρούνο, του σκηνοθέτη με τον οποίο είναι ερωτευμένη, να ξεπεράσουν τα όρια του πλατωνικού ρομάντζου, η Ραμόνα του εξηγεί ότι κάτι τέτοιο έχει ευθύνες και ότι η ζωή δεν είναι ταινία, αλλά ταυτόχρονα η ίδια μοιάζει να ζει τη ζωή της σαν να παρακολουθεί ταινία, αντί να πρωταγωνιστεί σ’ αυτή.  

 

Εκτιμάται που η Μπάγκνι δεν καταφεύγει σε οριστικές, καλλωπισμένες σεναριακές λύσεις που συνηθίζονται στο είδος της ρομαντικής κομεντί, άλλωστε θα πρόδιδε τις αναφορές της αν έπραττε αλλιώς, μα θα ήθελες να είχε δουλέψει και λίγο περισσότερο το σενάριό της, να έχει σκαρώσει μια πιο σπινθηροβόλα πρόζα, ώστε να υποστηρίξει την πρωταγωνιστική εμφάνιση της Λούρντες Ερνάντεζ, γνωστής στον μουσικό κόσμο ως Russian Red – κάπου θα έχει πάρει το αυτί σας το «Loving Strangers», που ακουγόταν στο ηδονικό Δωμάτιο στη Ρώμη (2010) του Χούλιο Μέντεμ και θα ταίριαζε κάλλιστα και στην παρούσα ταινία.

 

Στις σκηνές της μπροστά στον φακό του Μπρούνο, όταν υποτίθεται πως πρέπει να ασκήσει τις υποκριτικές της ικανότητες, η Ραμόνα μοιάζει πιο ειλικρινής με τον εαυτό της και με τα συναισθήματά της και το ασπρόμαυρο φίλτρο γίνεται έγχρωμο. Δεν πρόκειται μόνο για στυλιστική αναφορά στη νουβέλ βαγκ, πιστεύουμε ότι μπορεί να συμβαίνει επειδή, όπως συνήθιζε να λέει ένας επιφανής εκπρόσωπος του εν λόγω κινηματογραφικού ρεύματος, ο κινηματογραφικός φακός λέει αλήθεια 24 φορές το δευτερόλεπτο. Και αν, όπως υποστηρίζει ο σοφός λαός, ο βήχας και ο έρωτας έτσι κι αλλιώς δεν κρύβονται, πώς θα μπορούσαν να κρυφτούν από τον κινηματογραφικό φακό;