Δεν κρύψαμε ποτέ ότι δεν ήμασταν φαν του πέμπτου Scream. Όχι γιατί ήταν πεισματικά meta ούτε γιατί αποτελούσε κάτι ανάμεσα σε reboot και sequel –η film buff του έργου το αποκαλούσε requel‒ αλλά γιατί βρισκόταν σε τρομακτική σύγκρουση με τον εαυτό του, καθώς επέκρινε την τοξική συμπεριφορά των σκληροπυρηνικών φαν, ενώ ταυτόχρονα ήταν μια ταινία που απευθυνόταν ακριβώς σε αυτούς, κάνοντας ό,τι χρειαζόταν για να μην τους δυσαρεστήσει και αποφεύγοντας οποιοδήποτε ρίσκο – θυμίζουμε π.χ. ότι το πρώτο Scream σκότωνε στην εισαγωγική του σκηνή την Ντρου Μπάριμορ, στο πρόσωπο της οποίας στηρίχθηκε όλο το προωθητικό υλικό.

 

Η δεύτερη ταινία της σειρά από τους Μπετινέλι - Όλπεν και Γκίλετ επιχειρεί να χαράξει τη δική της πορεία κι αυτό γίνεται σαφές από την εισαγωγική σκηνή, όπου, πέρα από τη μεταφορά της δράσης στη νεοϋορκέζικη μητρόπολη, δοκιμάζεται ένα POV που δεν έχουμε ξαναδεί στο franchise, μόνο για να «ξεκληριστούν» άγρια οι προσδοκίες μας. Αυτός ο Ghostface δεν ακολουθεί τους κανόνες των προηγούμενων. H μάσκα του είναι πολυκαιρισμένη, η αγριότητά του, δε, θυμίζει εκείνη του Μάικλ Μάγερς στη νέα τριλογία του Ηalloween.

 

Το Scream VI είναι με διαφορά η πιο gory προσθήκη στο franchise, είναι επίσης και η πιο βλοσυρή. Τα χαριτωμένα ιντερλούδια, όπου η Μίντι μιλά για τους κανόνες ενός franchise, εξυπηρετούν μεν το fan service και τον μεταμοντέρνο χαρακτήρα που οφείλει να τηρεί μια ταινία Scream, αλλά μοιάζουν παράταιρα σε σχέση με το υπόλοιπο έργο.

 

Σε περίπτωση που δεν έγινε σαφές, οι εκπλήξεις εδώ λειτουργούν αποκλειστικά στο πλαίσιο της αυτοαναφοράς και όχι μιας ευρύτερης διακινηματογραφικότητας. Κοινώς, οι πωρωμένοι φαν του franchise θα σοκαριστούν βλέποντας τον Ghostface να επιστρατεύει νέες δολοφονικές μεθόδους, για τους πιο αποστασιοποιημένους ή τους καινούργιους αυτό δεν θα έχει κανέναν αντίκτυπο. Θα αποζημιωθούν και οι τελευταίοι, όμως, καθώς το σκηνοθετικό δίδυμο εδώ παίρνει καλύτερο βαθμό στις ιδέες και την εκτέλεση των φονικών. Ακόμα, δεν προσεγγίζουν τον Γουές Κρέιβεν του πρωτότυπου –εκεί ο Αμερικανός σκηνοθέτης είχε φορέσει τα χιτσκοκικά του‒ και δεν αξιοποιούν πάντα τις ιδέες τους πλήρως προς όφελος του σασπένς –προσέξτε απλώς την πλανοθεσία σε μια σκηνή όπου βασική πηγή κινδύνου είναι το ύψος‒ αλλά έχουν σεκάνς σαν εκείνη του μετρό, οι οποίες, μαζί με το γενναίο σφαξίδι, θα αποζημιώσουν τους εραστές του slasher.

 

Από κει και πέρα, το καστ παραμένει δύο υποκριτικών ταχυτήτων, το σενάριο δεν είναι ακριβώς το πιο καλογραμμένο της σειράς, ενώ στο φινάλε χάνεται και η ευκαιρία για ένα meta δοκίμιο τύπου Cabin in the Woods γύρω από τη μυθολογία του είδους και τη σχέση των οπαδών μαζί της, αλλά καταλαβαίνουμε ότι ζητάμε πολλά. Η γαλαρία των multiplex θα μείνει ευχαριστημένη, οι φαν δεν βλέπουμε τον λόγο για να φύγουν δυσαρεστημένοι από την αίθουσα και η σειρά «Scream», εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, μόλις εξασφάλισε ακόμα ένα εισπρακτικό hit που θα επιτρέψει τη συνέχειά της.